ἀμφίθηκτος: Difference between revisions
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
(1a) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfithiktos | |Transliteration C=amfithiktos | ||
|Beta Code=a)mfi/qhktos | |Beta Code=a)mfi/qhktos | ||
|Definition=ον, = | |Definition=ον, = [[ἀμφιθηγής]] ([[sharpened on both sides]], [[two-edged]]), ''AP'' 6.94 (Phil.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:20, 18 January 2021
English (LSJ)
ον, = ἀμφιθηγής (sharpened on both sides, two-edged), AP 6.94 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 139] dasselbe, eigtl. auf beiden Seiten geschärft, ξίφος Soph. Ant. 1309, Schol. δίστομος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίθηκτος: -ον, ὁ τεθηγμένος, ἠκονημένος ἑκατέρωθεν, δίστομος, ξίφος Σοφ. Ἀντ. 1309: - οὕτως, ἀμφιθηγής, ές, σάγαρις Ἀνθ. Π. 6. 94.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aiguisé des deux côtés.
Étymologie: ἀμφί, θήγω.
Spanish (DGE)
-ον de doble filo ξίφος S.Ant.1309.
Greek Monolingual
ἀμφίθηκτος, -ον (Α)
ο αμφιθηγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- -θηκτος < θ. θηγ-, θήγω + κατάλ. -τος].
Greek Monotonic
ἀμφίθηκτος: -ον, ακονισμένος και από τις δύο πλευρές, δίστομος, σε Σοφ.· ομοίως, ἀμφῑ-θηγής, -ές (θήγω), σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίθηκτος: отточенный с обеих сторон, обоюдоострый (ξίφος Soph.).