μισθοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
(CSV import)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μισθοφόρος
|Medium diacritics=μισθοφόρος
|Low diacritics=μισθοφόρος
|Capitals=ΜΙΣΘΟΦΟΡΟΣ
|Transliteration A=misthophóros
|Transliteration B=misthophoros
|Transliteration C=misthoforos
|Beta Code=misqofo/ros
|Definition=ον, [[serving for hire]] or [[pay]], μ. [[ἄνθρωποι]] D. 23.123; [[δικαστήρια]] Arist. ''Pol.'' 1274a9, Ath. 27.3; ἀνὴρ μ. ἐν [[λόγοις]] a [[mercenary]] in argument, Pl. ''Tht.'' 165d; μ. [[στρατιῶται]] Archestr. ''Fr.'' 61; μ. [[κληροῦχος]] PPetr. 3 p. 286 (iii BC); μ. [[ἱππεῖς]] PGrenf. 2.31.5 (ii BC); [[θανάτου]] μ. Antiph. 266. μ. [[τριήρεις]] galleys [[manned with mercenaries]], Ar. ''Eq.'' 555. ''Subst.'' [[μισθοφόροι]], οἱ, [[mercenary|mercenaries]], Th. 1.35, al., X. ''HG'' 5.44.45, etc.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0191.png Seite 191]] Lohn davontragend, erhaltend; τριήρεις, Ar. Equ. 553; Thuc. 1, 35. 5, 109; öfter bei den Folgdn; bes. von Soldaten, Söldnern, πελταστικὸς ἀνὴρ [[μισθοφόρος]], Plat. Theaet. 165 d; Xen., Dem. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0191.png Seite 191]] Lohn davontragend, erhaltend; τριήρεις, Ar. Equ. 553; Thuc. 1, 35. 5, 109; öfter bei den Folgdn; bes. von Soldaten, Söldnern, πελταστικὸς ἀνὴρ [[μισθοφόρος]], Plat. Theaet. 165 d; Xen., Dem. u. Sp.

Revision as of 10:58, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθοφόρος Medium diacritics: μισθοφόρος Low diacritics: μισθοφόρος Capitals: ΜΙΣΘΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: misthophóros Transliteration B: misthophoros Transliteration C: misthoforos Beta Code: misqofo/ros

English (LSJ)

ον, serving for hire or pay, μ. ἄνθρωποι D. 23.123; δικαστήρια Arist. Pol. 1274a9, Ath. 27.3; ἀνὴρ μ. ἐν λόγοις a mercenary in argument, Pl. Tht. 165d; μ. στρατιῶται Archestr. Fr. 61; μ. κληροῦχος PPetr. 3 p. 286 (iii BC); μ. ἱππεῖς PGrenf. 2.31.5 (ii BC); θανάτου μ. Antiph. 266. μ. τριήρεις galleys manned with mercenaries, Ar. Eq. 555. Subst. μισθοφόροι, οἱ, mercenaries, Th. 1.35, al., X. HG 5.44.45, etc.

German (Pape)

[Seite 191] Lohn davontragend, erhaltend; τριήρεις, Ar. Equ. 553; Thuc. 1, 35. 5, 109; öfter bei den Folgdn; bes. von Soldaten, Söldnern, πελταστικὸς ἀνὴρ μισθοφόρος, Plat. Theaet. 165 d; Xen., Dem. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μισθοφόρος: -ον, ὁ λαμβάνων μισθόν, ὁ ἐργαζόμενος ἐπὶ μισθῷ, μισθωτός, μ. ἄνθρωποι Δημ. 661. 6· δικαστήρια Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 4· μ. ἐν λόγοις Πλάτ. Θεαίτ. 165D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μισθοφόροι, οἱ, μισθωτοὶ στρατιῶται, Θουκ. 1. 35, κ. ἀλλ., Ξεν., κλ.· ― ὡσαύτως, μ. τριήρεις, πλοῖα ἔχοντα πλήρωμα ἐκ μισθοφόρων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 555.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit un salaire, une solde ; subst. soldat mercenaire, soldat en gén.
Étymologie: μισθός, φέρω.

Greek Monolingual

ο (Α μισθοφόρος, -ον)
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που παρέχει υπηρεσίες λαμβάνοντας μισθό
2. (ως ουσ. συν. στον πληθ.) οι μισθοφόροι
έμμισθοι επαγγελματίες πολεμιστές οι οποίοι μάχονται για λογαριασμό οποιουδήποτε κράτους ή έθνους ή και πολιτικής ομάδας συγκροτημένοι σε ειδικά σώματα ή εντασσόμενοι στις ένοπλες δυνάμεις του
αρχ.
φρ. «μισθοφόροι τριήρεις» — πλοία τών οποίων τα πληρώματα αποτελούνταν από μισθοφόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -φόρος].

Greek Monotonic

μισθοφόρος: -ον (φέρω),·
I. αυτός που λαμβάνει μισθό ή πληρωμή, που παρέχει δημόσια υπηρεσία αντί μισθού, μισθοφόρος, σε Πλάτ., Δημ.
II. ως ουσ., μισθοφόροι, οἱ, μισθοφόροι στρατιώτες, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης, μισθοφόροι τριήρεις, γαλέρες (τριήρεις) επανδρωμένες με μισθοφόρους, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μισθοφόρος: II ὁ наемный солдат, наемник Thuc. etc.
получающий плату, служащий за жалованье, наемный (ἄνθρωποι Dem.; πελταστικὸς ἀνήρ Plat.; τριήρεις Arph.).

Middle Liddell

μισθο-φόρος, ον φέρω
I. receiving wages or pay, serving for hire, mercenary, Plat., Dem.
II. as Subst., μισθοφόροι, οἱ, mercenaries, Thuc., Xen., etc.; —also, μ. τριήρεις galleys manned with mercenaries, Ar.

English (Woodhouse)

hireling, tool

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)