ἑρμογλύφος: Difference between revisions

From LSJ

εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination

Source
(1ab)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ἑρμογλύφος
|Medium diacritics=ἑρμογλύφος
|Low diacritics=ερμογλύφος
|Capitals=ΕΡΜΟΓΛΥΦΟΣ
|Transliteration A=hermoglýphos
|Transliteration B=hermoglyphos
|Transliteration C=ermoglyfos
|Beta Code=e(rmoglu/fos
|Definition=ὁ, = [[ἑρμογλυφεύς]], ''ib.'' 2, Porph. ''Hist. Phil.'' Fr. 11, Iamb. ''VP'' 34.245.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1033.png Seite 1033]] ὁ, der Bildhauer, = [[ἑρμογλυφεύς]], Luc. somn. 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1033.png Seite 1033]] ὁ, der Bildhauer, = [[ἑρμογλυφεύς]], Luc. somn. 2.

Revision as of 11:00, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρμογλύφος Medium diacritics: ἑρμογλύφος Low diacritics: ερμογλύφος Capitals: ΕΡΜΟΓΛΥΦΟΣ
Transliteration A: hermoglýphos Transliteration B: hermoglyphos Transliteration C: ermoglyfos Beta Code: e(rmoglu/fos

English (LSJ)

ὁ, = ἑρμογλυφεύς, ib. 2, Porph. Hist. Phil. Fr. 11, Iamb. VP 34.245.

German (Pape)

[Seite 1033] ὁ, der Bildhauer, = ἑρμογλυφεύς, Luc. somn. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, ἄριστος ἑρμογλύφος εἶναι δοκῶν Λουκ. Ἐνυπν. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. ἑρμογλυφεύς.

Greek Monolingual

ο (AM ἑρμογλύφος, Α και ἑρμογλυφεύς)
γλύπτης, αγαλματοποιός
αρχ.
γλύπτης ερμών (μικρών αγαλμάτων του θεού Ερμή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + γλυφός (< γλύφω)
πρβλ. λιθο-γλύφος, ξυλο-γλύφος].

Greek Monotonic

ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἑρμογλύφος: ὁ Luc. = ἑρμογλυφεύς.

Middle Liddell

ἑρμο-γλύφος, ὁ, = ἑρμογλυφεύς, Luc.]