λιθόβολος: Difference between revisions

From LSJ

Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)

Source
(1ba)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=λιθόβολος
|Medium diacritics=λιθόβολος
|Low diacritics=λιθόβολος
|Capitals=ΛΙΘΟΒΟΛΟΣ
|Transliteration A=lithóbolos
|Transliteration B=lithobolos
|Transliteration C=lithovolos
|Beta Code=liqo/bolos
|Definition=ον, Pass., [[struck with stones]], [[stoned]], E. ''Ph.'' 1063 (lyr.).
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιθόβολος]], -ον (Α)<br />αυτός πού λιθοβολεῑται, [[λιθόβλητος]] («ἃ δράκοντος [[αἷμα]] λιθόβολον κατειργάσω», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]). Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημ.].
|mltxt=[[λιθόβολος]], -ον (Α)<br />αυτός πού λιθοβολεῑται, [[λιθόβλητος]] («ἃ δράκοντος [[αἷμα]] λιθόβολον κατειργάσω», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]). Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημ.].

Revision as of 11:01, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιθόβολος Medium diacritics: λιθόβολος Low diacritics: λιθόβολος Capitals: ΛΙΘΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: lithóbolos Transliteration B: lithobolos Transliteration C: lithovolos Beta Code: liqo/bolos

English (LSJ)

ον, Pass., struck with stones, stoned, E. Ph. 1063 (lyr.).

Greek Monolingual

λιθόβολος, -ον (Α)
αυτός πού λιθοβολεῑται, λιθόβλητος («ἃ δράκοντος αἷμα λιθόβολον κατειργάσω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -βολος (< βόλος < βάλλω). Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

λῐθόβολος: пролившийся от удара камня (δράκοντος αἷμα Eur.).

Middle Liddell

λῐθο-βόλος, ον [cf. λιθοβόλος βάλλω
proparox. λιθόβολος, ον, pass. struck with stones, stoned, Eur.