πριαπισμός: Difference between revisions
From LSJ
(34) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=πριαπισμός | |||
|Medium diacritics=πριαπισμός | |||
|Low diacritics=πριαπισμός | |||
|Capitals=ΠΡΙΑΠΙΣΜΟΣ | |||
|Transliteration A=priapismós | |||
|Transliteration B=priapismos | |||
|Transliteration C=priapismos | |||
|Beta Code=priapismo/s | |||
|Definition=ὁ, [[priapism]], Gal. 8.448, 13.318, Alex.Trall. 11.8. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0700.png Seite 700]] ὁ, Nachahmung des Priapus, Geilheit, bes. das stete Aufrechtstehen des männlichen Gliedes, Galen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0700.png Seite 700]] ὁ, Nachahmung des Priapus, Geilheit, bes. das stete Aufrechtstehen des männlichen Gliedes, Galen. |
Revision as of 11:02, 31 January 2021
English (LSJ)
ὁ, priapism, Gal. 8.448, 13.318, Alex.Trall. 11.8.
German (Pape)
[Seite 700] ὁ, Nachahmung des Priapus, Geilheit, bes. das stete Aufrechtstehen des männlichen Gliedes, Galen.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
1. κατάσταση συνεχούς γενετήσιου οργασμού και, ιδίως, συχνή ή συνεχής στύση του ανδρικού αιδοίου
2. (κατ' επέκτ.) λαγνεία
νεοελλ.
ιατρ. επίμονη και επώδυνη στύση του πέους χωρίς να συνοδεύεται από σεξουαλική διέγερση ή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πριαπίζω. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. priapism].