μολοσσός: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μολοσσός
|Medium diacritics=μολοσσός
|Low diacritics=μολοσσός
|Capitals=ΜΟΛΟΣΣΟΣ
|Transliteration A=molossós
|Transliteration B=molossos
|Transliteration C=molossos
|Beta Code=molosso/s
|Definition=ὁ, in Metric, the foot, DH. Comp. 17, Heph. 3.2, 11.2.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[μολοσσός]], αττ. τ. μολοττός, -όν, θηλ. και [[μολοσσίς]], αττ. τ. μολοττίς, -[[ίδος]])<br /><b>1.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οι Μολοσσοί</i><br />πρωτοελληνικό ή [[πιθανώς]] ιλλυρικό [[φύλο]] που μετακινήθηκε [[κατά]] το 1200 π.Χ. από τη δυτική Μακεδονία στην κεντρική Ήπειρο και, [[αφού]] έδιωξε τους κατοίκους (τους [[κατόπιν]] Θεσσαλούς) ανατολικότερα, εγκαταστάθηκε στο [[λεκανοπέδιο]] τών Ιωαννίνων, κυριάρχησε σε όλη την Ήπειρο και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο [[κατά]] τους ιστορικούς χρόνους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μολοσσός]]<br />α) [[είδος]] μεγαλόσωμου ποιμενικού σκύλου<br />β) (ενν. [[πούς]]) [[εξάσημος]] [[μετρικός]] [[πους]] (---) που προήλθε από τη [[συναίρεση]] τών βραχειών συλλαβών τών ιωνικών από μείζονος και τών ιωνικών από ελάσσονος ποδών, δηλ. από -- ∪ ∪ ή ∪ ∪ --.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] 90 [[περίπου]] ειδών δύσμορφων νυχτερίδων με χονδροειδές [[σώμα]], της οικογένειας molossidae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μολοσσικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Μολοσσὶς (γῆ)» — η Μολοσσία, [[χώρα]] της Ηπείρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=(Α [[μολοσσός]], αττ. τ. μολοττός, -όν, θηλ. και [[μολοσσίς]], αττ. τ. μολοττίς, -[[ίδος]])<br /><b>1.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οι Μολοσσοί</i><br />πρωτοελληνικό ή [[πιθανώς]] ιλλυρικό [[φύλο]] που μετακινήθηκε [[κατά]] το 1200 π.Χ. από τη δυτική Μακεδονία στην κεντρική Ήπειρο και, [[αφού]] έδιωξε τους κατοίκους (τους [[κατόπιν]] Θεσσαλούς) ανατολικότερα, εγκαταστάθηκε στο [[λεκανοπέδιο]] τών Ιωαννίνων, κυριάρχησε σε όλη την Ήπειρο και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο [[κατά]] τους ιστορικούς χρόνους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μολοσσός]]<br />α) [[είδος]] μεγαλόσωμου ποιμενικού σκύλου<br />β) (ενν. [[πούς]]) [[εξάσημος]] [[μετρικός]] [[πους]] (---) που προήλθε από τη [[συναίρεση]] τών βραχειών συλλαβών τών ιωνικών από μείζονος και τών ιωνικών από ελάσσονος ποδών, δηλ. από -- ∪ ∪ ή ∪ ∪ --.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] 90 [[περίπου]] ειδών δύσμορφων νυχτερίδων με χονδροειδές [[σώμα]], της οικογένειας molossidae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μολοσσικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Μολοσσὶς (γῆ)» — η Μολοσσία, [[χώρα]] της Ηπείρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}

Revision as of 11:03, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολοσσός Medium diacritics: μολοσσός Low diacritics: μολοσσός Capitals: ΜΟΛΟΣΣΟΣ
Transliteration A: molossós Transliteration B: molossos Transliteration C: molossos Beta Code: molosso/s

English (LSJ)

ὁ, in Metric, the foot, DH. Comp. 17, Heph. 3.2, 11.2.

Greek Monolingual

μολοσσός, αττ. τ. μολοττός, -όν, θηλ. και μολοσσίς, αττ. τ. μολοττίς, -ίδος)
1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Μολοσσοί
πρωτοελληνικό ή πιθανώς ιλλυρικό φύλο που μετακινήθηκε κατά το 1200 π.Χ. από τη δυτική Μακεδονία στην κεντρική Ήπειρο και, αφού έδιωξε τους κατοίκους (τους κατόπιν Θεσσαλούς) ανατολικότερα, εγκαταστάθηκε στο λεκανοπέδιο τών Ιωαννίνων, κυριάρχησε σε όλη την Ήπειρο και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τους ιστορικούς χρόνους
2. το αρσ. ως ουσ. ο μολοσσός
α) είδος μεγαλόσωμου ποιμενικού σκύλου
β) (ενν. πούς) εξάσημος μετρικός πους (---) που προήλθε από τη συναίρεση τών βραχειών συλλαβών τών ιωνικών από μείζονος και τών ιωνικών από ελάσσονος ποδών, δηλ. από -- ∪ ∪ ή ∪ ∪ --.
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. κοινή ονομασία 90 περίπου ειδών δύσμορφων νυχτερίδων με χονδροειδές σώμα, της οικογένειας molossidae
αρχ.
1. μολοσσικός
2. φρ. «Μολοσσὶς (γῆ)» — η Μολοσσία, χώρα της Ηπείρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].