ζυγωθρίζω: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζῠγωθρίζω''': (ζυγὸν IV.) [[ζυγίζω]], [[ἐξετάζω]], Ἀριστοφ. Νεφ. 745, κατὰ τὸν Σχολ., ἀλλὰ κατὰ τὸν Εὐστ. 1550. 13, ἐκ τοῦ ζύγωθρον (ὁ τῆς θύρας [[μοχλός]]), [[κλείω]], «μανδαλώνω», πρβλ. | |lstext='''ζῠγωθρίζω''': (ζυγὸν IV.) [[ζυγίζω]], [[ἐξετάζω]], Ἀριστοφ. Νεφ. 745, κατὰ τὸν Σχολ., ἀλλὰ κατὰ τὸν Εὐστ. 1550. 13, ἐκ τοῦ ζύγωθρον (ὁ τῆς θύρας [[μοχλός]]), [[κλείω]], «μανδαλώνω», πρβλ. Πολυδ Ι΄, 26. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 17:05, 31 January 2021
English (LSJ)
A weigh, examine, Ar.Nu.745, acc. to Sch.: but acc. to Poll.10.26 from ζύγωθρον (the bar of a door), lock up.
German (Pape)
[Seite 1141] unter Schloß u. Riegel legen, Ar. Nubb. 735; Poll. 10, 26. Von
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγωθρίζω: (ζυγὸν IV.) ζυγίζω, ἐξετάζω, Ἀριστοφ. Νεφ. 745, κατὰ τὸν Σχολ., ἀλλὰ κατὰ τὸν Εὐστ. 1550. 13, ἐκ τοῦ ζύγωθρον (ὁ τῆς θύρας μοχλός), κλείω, «μανδαλώνω», πρβλ. Πολυδ Ι΄, 26.
French (Bailly abrégé)
peser ; sel. d’autres mettre sous les verrous, enfermer.
Étymologie: ζυγόν, ὠθέω.
Greek Monolingual
ζυγωθρίζω (Α) ζύγωθρο
1. ζυγίζω, κρίνω, εξετάζω
2. κλείνω, μανταλώνω.
Greek Monotonic
ζῠγωθρίζω: (βλ. ζυγόν IV), σταθμίζω, υπολογίζω, εξετάζω, «ζυγίζω» τα πράγματα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ζῠγωθρίζω: (мысленно) взвешивать, обдумывать (τῇ γνώμῃ κίνησον αὐτὸ καὶ ζυγώθρισον Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζυγωθρίζω [ζυγόν, ὠθέω] afwegen; overdr.. ζυγώθρισον maak een afweging Aristoph. Nub. 745.