τανθαρύζω: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tantharyzo
|Transliteration C=tantharyzo
|Beta Code=tanqaru/zw
|Beta Code=tanqaru/zw
|Definition=or τανθᾰλύζω, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[quiver]], [[shake]], found in the following forms: [[καθαρίζειν]] (κανθαρίζειν <span class="bibl">Ammon.<span class="title">Diff.</span>p.79</span> V., [[τανθαρύζειν]] cj. Valckenaer) <b class="b3">μὲν λέγουσιν οἱ Ἀττικοὶ τὸ τρέμειν, τονθορύζειν</b> (-ίζειν Ammon.) <b class="b3">δὲ τὸ ψιθυρίζειν καὶ γογγύζειν</b> Ptol.Asc.<span class="bibl">p.410</span> H.; [[τανθαλύζει]] (<b class="b3">ταντ-</b> cod.)<b class="b3">· τρέμει, Δωριεῖς, οἱ δὲ σπαίρει</b>, Hsch.; <b class="b3">ἐτανθόριζον· ἔτρεμον</b>, Id.; <b class="b3">ταονθορύζειν· τρέμειν</b>, Phot., Suid. (cf. <b class="b3">ἐκτανθαρύζω, τανταλίζω, παμφαλύζω, τοιθορύσσω</b>): hence τανθαρύκτρια, cj. Valckenaer for [[τοιθορύκτρια]] (q.v.): τανθαρυστὸς [[ὅρμος]] a necklace [[quivering]] with suspended gems, <span class="bibl">Theopomp.Com.95</span>.</span>
|Definition=or τανθᾰλύζω, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[quiver]], [[shake]], found in the following forms: [[καθαρίζειν]] (κανθαρίζειν <span class="bibl">Ammon.<span class="title">Diff.</span>p.79</span> V., [[τανθαρύζειν]] cj. Valckenaer) <b class="b3">μὲν λέγουσιν οἱ Ἀττικοὶ τὸ τρέμειν, τονθορύζειν</b> (-ίζειν Ammon.) <b class="b3">δὲ τὸ ψιθυρίζειν καὶ γογγύζειν</b> Ptol.Asc.<span class="bibl">p.410</span> H.; [[τανθαλύζει]] (<b class="b3">ταντ-</b> cod.)<b class="b3">· τρέμει, Δωριεῖς, οἱ δὲ σπαίρει</b>, Hsch.; <b class="b3">ἐτανθόριζον· ἔτρεμον</b>, Id.; <b class="b3">ταονθορύζειν· τρέμειν</b>, Phot., Suid. (cf. <b class="b3">ἐκτανθαρύζω, τανταλίζω, παμφαλύζω, τοιθορύσσω</b>): hence τανθαρύκτρια, cj. Valckenaer for [[τοιθορύκτρια]] ([[quod vide|q.v.]]): τανθαρυστὸς [[ὅρμος]] a necklace [[quivering]] with suspended gems, <span class="bibl">Theopomp.Com.95</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:28, 5 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τανθᾰρύζω Medium diacritics: τανθαρύζω Low diacritics: τανθαρύζω Capitals: ΤΑΝΘΑΡΥΖΩ
Transliteration A: tantharýzō Transliteration B: tantharyzō Transliteration C: tantharyzo Beta Code: tanqaru/zw

English (LSJ)

or τανθᾰλύζω, A quiver, shake, found in the following forms: καθαρίζειν (κανθαρίζειν Ammon.Diff.p.79 V., τανθαρύζειν cj. Valckenaer) μὲν λέγουσιν οἱ Ἀττικοὶ τὸ τρέμειν, τονθορύζειν (-ίζειν Ammon.) δὲ τὸ ψιθυρίζειν καὶ γογγύζειν Ptol.Asc.p.410 H.; τανθαλύζει (ταντ- cod.)· τρέμει, Δωριεῖς, οἱ δὲ σπαίρει, Hsch.; ἐτανθόριζον· ἔτρεμον, Id.; ταονθορύζειν· τρέμειν, Phot., Suid. (cf. ἐκτανθαρύζω, τανταλίζω, παμφαλύζω, τοιθορύσσω): hence τανθαρύκτρια, cj. Valckenaer for τοιθορύκτρια (q.v.): τανθαρυστὸς ὅρμος a necklace quivering with suspended gems, Theopomp.Com.95.

German (Pape)

[Seite 1067] zittern, erzittern, erbeben, VLL., welche auch die Formen τανθαλύζω u. κανθαρίζω haben. Vgl. τανταλίζω u. τονθορύζω.

Greek (Liddell-Scott)

τανθᾰρύζω: ἢ (ὡς παρ’ Ἡσυχ.) τανθαλύζω, τρέμωἀσπαίρω, ῥῆμα ἀπαντῶν μόνον παρὰ τοῖς γραμματ.· ἀλλὰ τανθαρυστὸς (ἢ -ιστὸς) ὅρμος μνημονεύεται ὑπὸ Πολυδ. (Ε΄, 98) ἐκ τοῦ Θεοπόμπου τοῦ Κωμικοῦ (ἐν Ἀδήλ. 35).

Greek Monolingual

ή τανθαλύζω και τοιθορύσσω Α
τρέμω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένοι με εκφραστικό αναδιπλασιασμό: τανθαρύζω < θαρ-θαρύζω (με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -ρ- σε -ν-και του αρκτικού -θ- σε -τ-, πρβλ. τονθορύζω). Ο τ. τοιθορύσσω έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο θορ-θορύσσω (βλ. λ. τονθορύζω) με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -ρ-σε -j- (πρβλ. μάρτυρος < μαίτυρος). 'Εχει διατυπωθεί, τέλος, η άποψη ότι τα ρ. συνδέονται με τους βαλτο-σλαβ. τ. με σημ. «τρέμω» (πρβλ. ρωσ. drognutb, λιθουαν. drugys)].

Frisk Etymology German

τανθαρύζω: {tantharúzō}
Forms: nur in ἐκτανθαρύ<ζ>ω· τρέμω H.; Auch τανθαλύζει (cod. ταντ- alphab. unrichtig)· τρέμει. Δωριεῖς. οἱ δὲ σπαίρει H.; von τανταλίζει (s. Τάνταλος) beeinflußt. Mit ο-Vokal τοιθορύσσειν· σείειν, τοιθορύκτρια· ἡ τοὺς σεισμοὺς ποιοῦσα H. Auch ἐτανθόριζον (leg. ἐτανθάρυζον?)· ἔτρεμον H. Weitere Einzelheiten bei Debrunner IF 21, 266.
Grammar: v.
Meaning: zittern
Derivative: dazu τανθαρυστοί pl. "die Zitternden", Beiw. von ὅρμοι Halsbänder (Theopomp. Kom. 95).
Etymology : Volkstümliche Wörter mit Intensivreduplikation; wie zu erwarten, ohne klare Genealogie. Eine mögliche Anknüpfung bieten einige balt.-slav. Wörter für zittern, z.B. russ. drógnutь erzittern, erbeben, dróžь f. Zittern, Schauer, lit. drugỹs m. ‘(kaltes) Fieber, Schmetterling’ (Fick BB 3, 163), s. Vasmer s. dróžь m. reicher Lit.; auch WP. 1, 873f., Pok.275.
Page 2,852