Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐνιαυσιαῖος: Difference between revisions

From LSJ
mNo edit summary
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐνιαυσιαῑος, -α, -ον (AM) [[ενιαυτός]]<br /><b>1.</b> [[ενιαύσιος]], [[ετήσιος]], που γίνεται [[κάθε]] χρόνο («ἐνιαυσιαῑον [[ζῴδιον]]», «ἐνιαυσιαῑος [[κύκλος]]»)<br /><b>2.</b> ο ενός έτους, [[μονοετής]], [[χρονιάρικος]] («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῑδα ἐνιαυσιαῑον Λάιον», <b>Απολλόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνιαυσιαίως</i><br />ενιαυσίως, ετησίως, κατ' [[έτος]].
|mltxt=ἐνιαυσιαῖος, -α, -ον (AM) [[ενιαυτός]]<br /><b>1.</b> [[ενιαύσιος]], [[ετήσιος]], που γίνεται [[κάθε]] χρόνο («ἐνιαυσιαῖον [[ζῴδιον]]», «ἐνιαυσιαῖος [[κύκλος]]»)<br /><b>2.</b> ο ενός έτους, [[μονοετής]], [[χρονιάρικος]] («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῑδα ἐνιαυσιαῖον Λάιον», <b>Απολλόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνιαυσιαίως</i><br />ενιαυσίως, ετησίως, κατ' [[έτος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐνιαυσιαῖος:''' Arst., Diod. = [[ἐνιαύσιος]].
|elrutext='''ἐνιαυσιαῖος:''' Arst., Diod. = [[ἐνιαύσιος]].
}}
}}

Revision as of 08:45, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνῐαυσιαῖος Medium diacritics: ἐνιαυσιαῖος Low diacritics: ενιαυσιαίος Capitals: ΕΝΙΑΥΣΙΑΙΟΣ
Transliteration A: eniausiaîos Transliteration B: eniausiaios Transliteration C: eniafsiaios Beta Code: e)niausiai=os

English (LSJ)

α, ον, = ἐνιαύσιος (lasting a year) III, Arist.Cat.5b5, D.S.11.69 (s.v.l.); A κύκλος Jul.Or.4.155b; χρόνος πμασπ. 159.20 (vi A.D.); ζῴδιον, = ἐνιαυτοῦ κύριον, Balbillus in Cat.Cod.Astr.8(4).240. II = ἐνιαύσιος (of a year, one year old) Ι, ἄρνες J. AJ3.10.1; ἄμπελοι Gp.3.2.1. III = ἐνιαύσιος (annual) ΙΙ, J.BJ2.16.4, Gp.2.44.2.

German (Pape)

[Seite 844] = Folgdm, Arist. categ. 6, 11 u. Sp., unattisch, s. Lob. zu Phryn. p. 362.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνιαυσιαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ. ΙΙΙ, Ἀριστ. Κατηγ. 6. 11, Διοδ. 11. 69, κτλ.

Spanish (DGE)

-α, -ον
I 1que tiene un año, de un año de edad, βρέφος FD 6.43.11 (II a.C.), ἄρνες I.AI 3.238, ἔριφος Thdt.Qu.in Le.1 (p.159), prob. del vino Graff.Dip.Hc 15, ἄμπελοι Gp.3.2.1
fig. que es como un niño de un año por su candor, Thdt.Qu.29 in Le.
2 anual, de un año de duración τοῦ γὰρ ἐνιαυσιαίου χρόνου διεληλυθότος D.S.13.38, περίοδος ἐ. ciclo periódico anual ref. a las mareas, Str.3.5.8, κατὰ τὴν τεταγμένην περίοδον τοῦ ἐνιαυσιαίου κύκλου según el período establecido del ciclo anual ref. a la fecha de la fiesta de Resurrección, Gr.Nyss.Ep.Can.204.3, cf. Olymp.Iob 39.18, ἐ. ἀλγηδών tormento de un año Gr.Nyss.M.46.101A, μέχρι περαιώσεως ἑνὸς καὶ μόνου ἐνιαυσιαίου χρόνου PMasp.159.20 (VI d.C.).
3 astrol. anual, de cada año ἐνιαυσιαῖον ζῴδιον signo del zodiaco que rige el año Balbillus en Cat.Cod.Astr.8(4).240.22, πρὸς καθολικοὺς χρόνους καὶ ἐνιαυσιαίους καὶ μηνιαίους ref. a la posición de los astros, Vett.Val.160.28, cf. Ptol.Tetr.4.10.21, μηνιαία ἢ ἐνιαυσιαία ὑπόστασις de los astros, Vett.Val.342.24.
4 anual, que corresponde a un año φόρος I.BI 2.386.
5 anual, que tiene lugar una vez al año ἐν ταῖς μηνιαίαις ἢ ἐνιαυσιαίαις ἑορταῖς Gp.2.44.2.
II adv. -ως cada año, BGU 2788.9 (biz.).

Greek Monolingual

ἐνιαυσιαῖος, -α, -ον (AM) ενιαυτός
1. ενιαύσιος, ετήσιος, που γίνεται κάθε χρόνο («ἐνιαυσιαῖον ζῴδιον», «ἐνιαυσιαῖος κύκλος»)
2. ο ενός έτους, μονοετής, χρονιάρικος («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῑδα ἐνιαυσιαῖον Λάιον», Απολλόδ.).
επίρρ...
ἐνιαυσιαίως
ενιαυσίως, ετησίως, κατ' έτος.

Russian (Dvoretsky)

ἐνιαυσιαῖος: Arst., Diod. = ἐνιαύσιος.