τοὐναντίον: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(CSV import)
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[τοὐναντίον]] ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>επίρρ.</b> αντιθέτως, [[απεναντίας]] («εγώ δεν τον πρόσβαλα, [[τουναντίον]], του μίλησα με τη μεγαλύτερη [[ευγένεια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />([[κράση]] [[αντί]] τὸ [[ἐναντίον]]) το αντίθετο, το [[τελείως]] διαφορετικό («[[τοὐναντίον]] τοῑς ἄλλοις πέπονθε», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[τοὐναντίον]] ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>επίρρ.</b> αντιθέτως, [[απεναντίας]] («εγώ δεν τον πρόσβαλα, [[τουναντίον]], του μίλησα με τη μεγαλύτερη [[ευγένεια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />([[κράση]] [[αντί]] τὸ [[ἐναντίον]]) το αντίθετο, το [[τελείως]] διαφορετικό («[[τοὐναντίον]] τοῖς ἄλλοις πέπονθε», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:10, 25 March 2021

German (Pape)

[Seite 1132] zsgzgn statt τὸ ἐναντίον, Ar. Plut. 14, u. in att. Prosa überall.

Greek (Liddell-Scott)

τοὐναντίον: κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἐναντίον, Ἀριστοφ. Πλ. 1047, Θουκ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

crase att. p. τὸ ἐναντίον.

English (Strong)

contraction for the neuter of ὁ and ἐναντίον; on the contrary: contrariwise.

English (Thayer)

(by crasis for τό ἀναντιον (Buttmann, 10)) (Arstpb., Thucydides, others)), on the contrary, contrariwise (Vulg. e contrario), accusative used adverbially (Winer's Grammar, 230 (216)): 1 Peter 3:9.

Greek Monolingual

τοὐναντίον ΝΑ
νεοελλ.
επίρρ. αντιθέτως, απεναντίας («εγώ δεν τον πρόσβαλα, τουναντίον, του μίλησα με τη μεγαλύτερη ευγένεια»)
αρχ.
(κράση αντί τὸ ἐναντίον) το αντίθετο, το τελείως διαφορετικό («τοὐναντίον τοῖς ἄλλοις πέπονθε», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

τοὐναντίον: κράση αντί τὸ ἐναντίον.

Russian (Dvoretsky)

τοὐναντίον: in crasi = τὸ ἐναντίον.

Chinese

原文音譯:toÙnant⋯on 徒-恩-安提按
詞類次數:副詞(3)
原文字根:這-在-交換
字義溯源:反之,相反地,代替,倒,反倒,倒要,倒不如;由()*=這)與(ἐναντίον)=當面)組成,其中 (ἐναντίον)出自(ἐναντίος)=反對), (ἐναντίος)又出自(ἔναντι)=在⋯面前),而 (ἔναντι)又由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(ἀντί)*=相對)組成
出現次數:總共(3);林後(1);加(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 倒(2) 林後2:7; 加2:7;
2) 倒要(1) 彼前3:9

English (Woodhouse)

something contrary, the contrary, the converse, the opposite

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)