Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υπερπηδώ: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(43)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὑπερπηδῶ, -άω, ΝΜΑ [[πηδῶ]]<br /><b>1.</b> [[πηδώ]] [[πάνω]] από [[κάτι]], [[ξεπερνώ]] με [[πήδημα]] (α. «υπερπήδησε την τάφρο με [[ευκολία]]» β. «εἴθ' ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους [[πανταχῇ]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εξουδετερώνω]], [[υπερνικώ]] (α. «υπερπήδησε [[πολλά]] εμπόδια» β. «θεοῡ... πληγὴν οὐχ ὑπερεπήδησε [[βροτός]]», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[παραβαίνω]] (α. «υπερπήδησε όλους τους ηθικούς κανόνες για να φτάσει στην [[κορυφή]]» β. «δικαστήρια καὶ [[νόμιμα]] ἐκ παντὸς τοῡ χρόνου παραδεδομένα [[οὕτως]] ἀναιδῶς ὑπερπεπήδηκεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (με αρνητική σημ.) [[παραγκωνίζω]], [[υποσκελίζω]] («έγινε [[διευθυντής]] υπερπηδώντας όλους τους βαθμούς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]] [[πάνω]] από [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[ορμή]] ή [[ταχύτητα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]] («τὰς ἄλλας ὑπερεπήδησε σωφροσύνῃ», Αιλ.).
|mltxt=ὑπερπηδῶ, -άω, ΝΜΑ [[πηδῶ]]<br /><b>1.</b> [[πηδώ]] [[πάνω]] από [[κάτι]], [[ξεπερνώ]] με [[πήδημα]] (α. «υπερπήδησε την τάφρο με [[ευκολία]]» β. «εἴθ' ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους [[πανταχῇ]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εξουδετερώνω]], [[υπερνικώ]] (α. «υπερπήδησε [[πολλά]] εμπόδια» β. «θεοῡ... πληγὴν οὐχ ὑπερεπήδησε [[βροτός]]», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[παραβαίνω]] (α. «υπερπήδησε όλους τους ηθικούς κανόνες για να φτάσει στην [[κορυφή]]» β. «δικαστήρια καὶ [[νόμιμα]] ἐκ παντὸς τοῦ χρόνου παραδεδομένα [[οὕτως]] ἀναιδῶς ὑπερπεπήδηκεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (με αρνητική σημ.) [[παραγκωνίζω]], [[υποσκελίζω]] («έγινε [[διευθυντής]] υπερπηδώντας όλους τους βαθμούς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]] [[πάνω]] από [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[ορμή]] ή [[ταχύτητα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]] («τὰς ἄλλας ὑπερεπήδησε σωφροσύνῃ», Αιλ.).
}}
}}

Revision as of 18:45, 25 March 2021

Greek Monolingual

ὑπερπηδῶ, -άω, ΝΜΑ πηδῶ
1. πηδώ πάνω από κάτι, ξεπερνώ με πήδημα (α. «υπερπήδησε την τάφρο με ευκολία» β. «εἴθ' ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους πανταχῇ», Αριστοφ.)
2. μτφ. α) εξουδετερώνω, υπερνικώ (α. «υπερπήδησε πολλά εμπόδια» β. «θεοῡ... πληγὴν οὐχ ὑπερεπήδησε βροτός», Σοφ.)
β) παραβαίνω (α. «υπερπήδησε όλους τους ηθικούς κανόνες για να φτάσει στην κορυφή» β. «δικαστήρια καὶ νόμιμα ἐκ παντὸς τοῦ χρόνου παραδεδομένα οὕτως ἀναιδῶς ὑπερπεπήδηκεν», Δημοσθ.)
νεοελλ.
μτφ. (με αρνητική σημ.) παραγκωνίζω, υποσκελίζω («έγινε διευθυντής υπερπηδώντας όλους τους βαθμούς»)
αρχ.
1. διέρχομαι πάνω από κάτι με μεγάλη ορμή ή ταχύτητα
2. μτφ. υπερτερώ, υπερέχω («τὰς ἄλλας ὑπερεπήδησε σωφροσύνῃ», Αιλ.).