φειδωλή: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φειδώ]], [[οικονομία]]<br /><b>2.</b> θηλ. τοῡ [[φειδωλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φείδ</i>-<i>ομαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωλή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εὐχ</i>-<i>ωλή</i>, <i>τερπ</i>-<i>ωλή</i>). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ η κατάλ. -<i>ωλή</i> έχει προέλθει από την κατάλ. τών επιθ. -<i>ωλός</i>, το ουσ. [[φειδωλή]] [[είναι]] αρχαιότερο του [[φειδωλός]]. Ανάλογη [[περίπτωση]] παρατηρείται και στο [[ζεύγος]] [[ἁμαρτωλή]]: [[ἁμαρτωλός]].
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φειδώ]], [[οικονομία]]<br /><b>2.</b> θηλ. τοῦ [[φειδωλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φείδ</i>-<i>ομαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωλή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εὐχ</i>-<i>ωλή</i>, <i>τερπ</i>-<i>ωλή</i>). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ η κατάλ. -<i>ωλή</i> έχει προέλθει από την κατάλ. τών επιθ. -<i>ωλός</i>, το ουσ. [[φειδωλή]] [[είναι]] αρχαιότερο του [[φειδωλός]]. Ανάλογη [[περίπτωση]] παρατηρείται και στο [[ζεύγος]] [[ἁμαρτωλή]]: [[ἁμαρτωλός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:50, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φειδωλή Medium diacritics: φειδωλή Low diacritics: φειδωλή Capitals: ΦΕΙΔΩΛΗ
Transliteration A: pheidōlḗ Transliteration B: pheidōlē Transliteration C: feidoli Beta Code: feidwlh/

English (LSJ)

ἡ, = φειδώ (sparing, thrift, parsimony), Il. 22.244, Sol. 13.46, AP 12.31 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1260] ἡ, = φειδώ; Il. 22, 244; Solon frg. 5, 46; Phani. 1 (XII, 31).

Greek (Liddell-Scott)

φειδωλή: ἡ, = φειδώ, μηδέ τι δούρων ἔστω φειδωλὴ Ἰλ. Χ. 244, Σόλων 12. 46· φειδωλὴν ἀπόθου Ἀνθ. Π. 12, 31.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
c. φειδώ.

English (Autenrieth)

sparing, grudging use, Il. 22.244†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. φειδώ, οικονομία
2. θηλ. τοῦ φειδωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ-ομαι + επίθημα -ωλή (πρβλ. εὐχ-ωλή, τερπ-ωλή). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ η κατάλ. -ωλή έχει προέλθει από την κατάλ. τών επιθ. -ωλός, το ουσ. φειδωλή είναι αρχαιότερο του φειδωλός. Ανάλογη περίπτωση παρατηρείται και στο ζεύγος ἁμαρτωλή: ἁμαρτωλός.

Greek Monotonic

φειδωλή: ἡ, = φειδώ, σε Ομήρ. Ιλ., Σόλωνα.

Russian (Dvoretsky)

φειδωλή: ἡ Hom., Anth. = φειδώ 1.

Middle Liddell

φειδωλή, ἡ, = φειδώ, Il., Solon.]