θαμπώνω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(16)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[θαμβώνω]] και [[θαμβώ]], -όω (AM θαμβοῡμαι, -όομαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χάνω]] τη [[στιλπνότητα]] ή τη [[διαύγεια]] μου («θάμπωσε ο [[καθρέφτης]]»)<br /><b>2.</b> [[αφαιρώ]] ή [[μειώνω]] τη [[στιλπνότητα]] ή τη [[διαφάνεια]], [[θολώνω]] («από τους καπνούς θάμπωσαν τα τζάμια του καφενείου»)<br /><b>3.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον [[θάμβος]], [[θάμπωμα]], [[συσκότιση]] («το φως του προβολέα μάς θάμπωσε»)<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον διανοητική [[σύγχυση]] ή [[κατάπληξη]] («τον θάμπωσε η [[ομορφιά]] της»)<br /><b>5.</b> [[παθαίνω]] [[συσκότιση]], [[σύγχυση]] ή [[εξασθένηση]] της όρασης («θάμπωσα από το πολύ φως»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>θαμβοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i> εκπλήττομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[είμαι]] τρομαγμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάμπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θάμβος]]) [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> [[θαμπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[θαμβός]]), ανάλογα με τη [[σημασία]] της λ.].
|mltxt=και [[θαμβώνω]] και [[θαμβώ]], -όω (AM θαμβοῦμαι, -όομαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χάνω]] τη [[στιλπνότητα]] ή τη [[διαύγεια]] μου («θάμπωσε ο [[καθρέφτης]]»)<br /><b>2.</b> [[αφαιρώ]] ή [[μειώνω]] τη [[στιλπνότητα]] ή τη [[διαφάνεια]], [[θολώνω]] («από τους καπνούς θάμπωσαν τα τζάμια του καφενείου»)<br /><b>3.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον [[θάμβος]], [[θάμπωμα]], [[συσκότιση]] («το φως του προβολέα μάς θάμπωσε»)<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον διανοητική [[σύγχυση]] ή [[κατάπληξη]] («τον θάμπωσε η [[ομορφιά]] της»)<br /><b>5.</b> [[παθαίνω]] [[συσκότιση]], [[σύγχυση]] ή [[εξασθένηση]] της όρασης («θάμπωσα από το πολύ φως»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>θαμβοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i> εκπλήττομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[είμαι]] τρομαγμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάμπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θάμβος]]) [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> [[θαμπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[θαμβός]]), ανάλογα με τη [[σημασία]] της λ.].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

και θαμβώνω και θαμβώ, -όω (AM θαμβοῦμαι, -όομαι)
νεοελλ.
1. χάνω τη στιλπνότητα ή τη διαύγεια μου («θάμπωσε ο καθρέφτης»)
2. αφαιρώ ή μειώνω τη στιλπνότητα ή τη διαφάνεια, θολώνω («από τους καπνούς θάμπωσαν τα τζάμια του καφενείου»)
3. προκαλώ σε κάποιον θάμβος, θάμπωμα, συσκότιση («το φως του προβολέα μάς θάμπωσε»)
4. προκαλώ σε κάποιον διανοητική σύγχυση ή κατάπληξη («τον θάμπωσε η ομορφιά της»)
5. παθαίνω συσκότιση, σύγχυση ή εξασθένηση της όρασης («θάμπωσα από το πολύ φως»)
μσν.
μέσ. θαμβοῦμαι, -όομαι εκπλήττομαι
αρχ.
μέσ. είμαι τρομαγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάμπος (< θάμβος) είτε < θαμπός (< θαμβός), ανάλογα με τη σημασία της λ.].