φλογόομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(1b)
mNo edit summary
Line 4: Line 4:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φλογόομαι]], [[φλόξ]]<br />Pass. to [[blaze]], Theophr.
|mdlsjtxt=[[φλογόομαι]], [[φλόξ]]<br />Pass. to [[blaze]], Theophr.
}}
{{grml
|mltxt=[[φλογῶ]], [[φλογόω]], ΝΜΑ [[φλόξ]], [[φλογός]]<br />[[βάζω]] [[φωτιά]], [[καίω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πυρακτώνω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[αναδίδω]] φλόγες<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[παθαίνω]] [[έξαψη]], [[ανάβω]] (α. «φλόγωσε το [[πρόσωπο]] του από την [[οργή]]» β. «όταν τον πιάνει [[αλλεργία]], φλογώνει»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[φλογοῦμαι]], [[φλογόομαι]]<br />καίγομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <b>μτφ.</b> μέ καίει έντονο ερωτικό [[πάθος]].
}}
}}

Revision as of 17:05, 26 March 2021

Greek Monotonic

φλογόομαι: (φλόξ), Παθ., καίγομαι, φλέγομαι, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

φλογόομαι, φλόξ
Pass. to blaze, Theophr.

Greek Monolingual

φλογῶ, φλογόω, ΝΜΑ φλόξ, φλογός
βάζω φωτιά, καίω
νεοελλ.
1. πυρακτώνω
2. (αμτβ.) αναδίδω φλόγες
3. μτφ. παθαίνω έξαψη, ανάβω (α. «φλόγωσε το πρόσωπο του από την οργή» β. «όταν τον πιάνει αλλεργία, φλογώνει»)
μσν.-αρχ.
παθ. φλογοῦμαι, φλογόομαι
καίγομαι
αρχ.
παθ. μτφ. μέ καίει έντονο ερωτικό πάθος.