φλογόομαι

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644

Middle Liddell

φλογόομαι, φλόξ, Pass. to blaze, Theophr.

Greek Monotonic

φλογόομαι: (φλόξ), Παθ., καίγομαι, φλέγομαι, σε Θεόκρ.

Greek Monolingual

φλογῶ, φλογόω, ΝΜΑ φλόξ, φλογός
βάζω φωτιά, καίω
νεοελλ.
1. πυρακτώνω
2. (αμτβ.) αναδίδω φλόγες
3. μτφ. παθαίνω έξαψη, ανάβω (α. «φλόγωσε το πρόσωπο του από την οργή» β. «όταν τον πιάνει αλλεργία, φλογώνει»)
μσν.-αρχ.
παθ. φλογοῦμαι, φλογόομαι
καίγομαι
αρχ.
παθ. μτφ. μέ καίει έντονο ερωτικό πάθος.