ζωοτοκώ: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ζωοτοκῶ, -έω) [[ζωοτόκος]]<br />[[είμαι]] [[ζωοτόκος]], [[γεννώ]] ζώντα, άρτια ζώα, αντίθ. [[ωοτοκώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρέχω]] ζωή, [[προικίζω]] με ζωή<br /><b>2.</b> (η μτχ. ουδ. στον πληθ.) <i>τὰ ζωοτοκοῡντα</i><br />τα ζωοτόκα ζώα, αυτά που γεννούν ζώντα τα [[τέκνα]] τους<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ζωοτοκοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />γεννιέμαι [[ζωντανός]].
|mltxt=(Α ζωοτοκῶ, -έω) [[ζωοτόκος]]<br />[[είμαι]] [[ζωοτόκος]], [[γεννώ]] ζώντα, άρτια ζώα, αντίθ. [[ωοτοκώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρέχω]] ζωή, [[προικίζω]] με ζωή<br /><b>2.</b> (η μτχ. ουδ. στον πληθ.) <i>τὰ ζωοτοκοῦντα</i><br />τα ζωοτόκα ζώα, αυτά που γεννούν ζώντα τα [[τέκνα]] τους<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ζωοτοκοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />γεννιέμαι [[ζωντανός]].
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 26 March 2021

Greek Monolingual

(Α ζωοτοκῶ, -έω) ζωοτόκος
είμαι ζωοτόκος, γεννώ ζώντα, άρτια ζώα, αντίθ. ωοτοκώ
αρχ.
1. παρέχω ζωή, προικίζω με ζωή
2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ.) τὰ ζωοτοκοῦντα
τα ζωοτόκα ζώα, αυτά που γεννούν ζώντα τα τέκνα τους
3. παθ. ζωοτοκοῦμαι, -έομαι
γεννιέμαι ζωντανός.