επινοώ: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
(13)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐπινοῶ, -έω) [[νοώ]]<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]] [[κάτι]], [[μηχανεύομαι]], [[εφευρίσκω]], [[σοφίζομαι]] (α. «επινόησε [[ολόκληρο]] [[παραμύθι]] για να μάς ξεγελάσει» β. «ἐπινοήσας τὰ ἧν ἀμήχανον ἐξευρεῑν τε καὶ ἐπιφράσασθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ξέρω]] καλά<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπινοοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />θεωρούμαι<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />έχω στον νου, [[προτίθεμαι]], [[σκέπτομαι]] («ἐπενόουν οὐδὲν ἀμφότεροι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]]<br /><b>2.</b> [[νομίζω]], [[αισθάνομαι]], [[κατανοώ]].
|mltxt=(AM ἐπινοῶ, -έω) [[νοώ]]<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]] [[κάτι]], [[μηχανεύομαι]], [[εφευρίσκω]], [[σοφίζομαι]] (α. «επινόησε [[ολόκληρο]] [[παραμύθι]] για να μάς ξεγελάσει» β. «ἐπινοήσας τὰ ἧν ἀμήχανον ἐξευρεῖν τε καὶ ἐπιφράσασθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ξέρω]] καλά<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπινοοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />θεωρούμαι<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />έχω στον νου, [[προτίθεμαι]], [[σκέπτομαι]] («ἐπενόουν οὐδὲν ἀμφότεροι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]]<br /><b>2.</b> [[νομίζω]], [[αισθάνομαι]], [[κατανοώ]].
}}
}}

Latest revision as of 20:22, 26 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐπινοῶ, -έω) νοώ
1. σκέπτομαι κάτι, μηχανεύομαι, εφευρίσκω, σοφίζομαι (α. «επινόησε ολόκληρο παραμύθι για να μάς ξεγελάσει» β. «ἐπινοήσας τὰ ἧν ἀμήχανον ἐξευρεῖν τε καὶ ἐπιφράσασθαι», Ηρόδ.)
2. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
μσν.
1. ξέρω καλά
2. παθ. ἐπινοοῦμαι, -έομαι
θεωρούμαι
αρχ.-μσν.
έχω στον νου, προτίθεμαι, σκέπτομαι («ἐπενόουν οὐδὲν ἀμφότεροι», Θουκ.)
αρχ.
1. παρατηρώ
2. νομίζω, αισθάνομαι, κατανοώ.