κακουργώ: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM κακουργῶ, -έω) [[κακούργος]]<br />[[κάνω]] [[κακούργημα]], [[είμαι]] [[κακούργος]], [[κάνω]] το [[κακό]] («ἀδικεῑν καὶ κακουργεῑν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για πληγές) [[κακοφορμίζω]], [[χειροτερεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βλάπτω]], [[επιφέρω]] [[βλάβη]] ή [[κακό]], [[προκαλώ]] [[ζημία]] («[[ἵππος]] ἢν κακουργῇ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[λεηλατώ]] και [[ερημώνω]] [[χώρα]] («κακουργεῑν τὴν Εὔβοιαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παραποιώ]], [[διαφθείρω]] («τοὺς νόμους κακουργῶν εἴληπται», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «κακουργῶ ἐν τοῖς λόγοις» — [[αγωνίζομαι]] με σοφιστικά τεχνάσματα<br />β) «κακουργῶ τὸν λόγον» — [[καταστρέφω]], [[χαλώ]] το [[επιχείρημα]]<br />γ) «εὗρέν τι κακουργηθέν» — βρήκε ότι διαπράχθηκε [[απάτη]] <b>πάπ.</b>.
|mltxt=(AM κακουργῶ, -έω) [[κακούργος]]<br />[[κάνω]] [[κακούργημα]], [[είμαι]] [[κακούργος]], [[κάνω]] το [[κακό]] («ἀδικεῖν καὶ κακουργεῑν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για πληγές) [[κακοφορμίζω]], [[χειροτερεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βλάπτω]], [[επιφέρω]] [[βλάβη]] ή [[κακό]], [[προκαλώ]] [[ζημία]] («[[ἵππος]] ἢν κακουργῇ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[λεηλατώ]] και [[ερημώνω]] [[χώρα]] («κακουργεῖν τὴν Εὔβοιαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παραποιώ]], [[διαφθείρω]] («τοὺς νόμους κακουργῶν εἴληπται», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «κακουργῶ ἐν τοῖς λόγοις» — [[αγωνίζομαι]] με σοφιστικά τεχνάσματα<br />β) «κακουργῶ τὸν λόγον» — [[καταστρέφω]], [[χαλώ]] το [[επιχείρημα]]<br />γ) «εὗρέν τι κακουργηθέν» — βρήκε ότι διαπράχθηκε [[απάτη]] <b>πάπ.</b>.
}}
}}

Revision as of 20:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

(AM κακουργῶ, -έω) κακούργος
κάνω κακούργημα, είμαι κακούργος, κάνω το κακό («ἀδικεῖν καὶ κακουργεῑν», Αριστοφ.)
νεοελλ.-μσν.
(για πληγές) κακοφορμίζω, χειροτερεύω
αρχ.
1. βλάπτω, επιφέρω βλάβη ή κακό, προκαλώ ζημίαἵππος ἢν κακουργῇ», Ξεν.)
2. λεηλατώ και ερημώνω χώρα («κακουργεῖν τὴν Εὔβοιαν», Θουκ.)
3. παραποιώ, διαφθείρω («τοὺς νόμους κακουργῶν εἴληπται», Δημοσθ.)
4. φρ. α) «κακουργῶ ἐν τοῖς λόγοις» — αγωνίζομαι με σοφιστικά τεχνάσματα
β) «κακουργῶ τὸν λόγον» — καταστρέφω, χαλώ το επιχείρημα
γ) «εὗρέν τι κακουργηθέν» — βρήκε ότι διαπράχθηκε απάτη πάπ..