παιδί: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[παιδίον]], Μ και παιδίν) [[παις]], <i>παιδός]]<br /><b>1.</b> [[άνθρωπος]] μικρής ηλικίας, ανήλικο [[αγόρι]] ή [[κορίτσι]]<br /><b>2.</b> το [[τέκνο]], ο [[γόνος]] κάποιου (α. «κι η δόλια μου [[ματιά]] θολή<br />[[παιδί]] μου ώρα σου καλή», Βιζυην.<br />β. «Κύριε, κατάβηθι, [[πριν]] ἀποθανεῑν τὸ [[παιδίον]] μου», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[νεαρός]] [[υπηρέτης]] («έστειλα το [[παιδί]] για τα ψώνια»)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «του [[πατέρα]] του [[παιδί]]» ή «τοῦ πατρὸς τὸ [[παιδίον]]» — [[παιδί]] που μοιάζει στον [[πατέρα]] του ως [[προς]] τη [[μορφή]] και τον χαρακτήρα<br />β) «της μάνας του [[παιδί]]» ή «τῆς μητρὸς τὸ [[παιδίον]]» — [[παιδί]] που μοιάζει στη [[μητέρα]] του ως [[προς]] τη [[μορφή]] και τον χαρακτήρα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άνθρωπος]] νεαρής ηλικίας, [[νεαρός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους ηλικιωμένους («[[τώρα]] που είσαι [[παιδί]] διασκέδαζε όσο μπορείς»)<br /><b>2.</b> μικρής ηλικίας [[υπάλληλος]] καταστήματος ή γραφείου, [[παραγιός]]<br /><b>3.</b> <b>(διαλεκτ.)</b> [[αγόρι]] ή [[νεαρός]], [[αρσενικό]] [[τέκνο]], [[γιος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[κορίτσι]]<br /><b>4.</b> [[αφελής]], [[απλός]] και [[εύπιστος]] [[άνθρωπος]] («μη γίνεσαι [[παιδί]]!»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παιδί]] μου» — τρυφερή [[προσφώνηση]] για [[έκφραση]] οικειότητας ή θωπείας και σε ενήλικα άτομα<br />β) «[[είναι]] [[παιδί]] της μαμάς» — [[είναι]] [[καλομαθημένος]], [[είναι]] μαμόθρεφτος<br />γ) «[[παιδί]] του δρόμου» — αλητάκι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[δούλος]]<br /><b>2.</b> παιδική [[νόσος]], πιθ. οι σπασμοί.
|mltxt=το (ΑΜ [[παιδίον]], Μ και παιδίν) [[παις]], <i>παιδός]]<br /><b>1.</b> [[άνθρωπος]] μικρής ηλικίας, ανήλικο [[αγόρι]] ή [[κορίτσι]]<br /><b>2.</b> το [[τέκνο]], ο [[γόνος]] κάποιου (α. «κι η δόλια μου [[ματιά]] θολή<br />[[παιδί]] μου ώρα σου καλή», Βιζυην.<br />β. «Κύριε, κατάβηθι, [[πριν]] ἀποθανεῖν τὸ [[παιδίον]] μου», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[νεαρός]] [[υπηρέτης]] («έστειλα το [[παιδί]] για τα ψώνια»)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «του [[πατέρα]] του [[παιδί]]» ή «τοῦ πατρὸς τὸ [[παιδίον]]» — [[παιδί]] που μοιάζει στον [[πατέρα]] του ως [[προς]] τη [[μορφή]] και τον χαρακτήρα<br />β) «της μάνας του [[παιδί]]» ή «τῆς μητρὸς τὸ [[παιδίον]]» — [[παιδί]] που μοιάζει στη [[μητέρα]] του ως [[προς]] τη [[μορφή]] και τον χαρακτήρα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άνθρωπος]] νεαρής ηλικίας, [[νεαρός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους ηλικιωμένους («[[τώρα]] που είσαι [[παιδί]] διασκέδαζε όσο μπορείς»)<br /><b>2.</b> μικρής ηλικίας [[υπάλληλος]] καταστήματος ή γραφείου, [[παραγιός]]<br /><b>3.</b> <b>(διαλεκτ.)</b> [[αγόρι]] ή [[νεαρός]], [[αρσενικό]] [[τέκνο]], [[γιος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[κορίτσι]]<br /><b>4.</b> [[αφελής]], [[απλός]] και [[εύπιστος]] [[άνθρωπος]] («μη γίνεσαι [[παιδί]]!»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παιδί]] μου» — τρυφερή [[προσφώνηση]] για [[έκφραση]] οικειότητας ή θωπείας και σε ενήλικα άτομα<br />β) «[[είναι]] [[παιδί]] της μαμάς» — [[είναι]] [[καλομαθημένος]], [[είναι]] μαμόθρεφτος<br />γ) «[[παιδί]] του δρόμου» — αλητάκι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[δούλος]]<br /><b>2.</b> παιδική [[νόσος]], πιθ. οι σπασμοί.
}}
}}

Revision as of 20:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

το (ΑΜ παιδίον, Μ και παιδίν) παις, παιδός]]
1. άνθρωπος μικρής ηλικίας, ανήλικο αγόρι ή κορίτσι
2. το τέκνο, ο γόνος κάποιου (α. «κι η δόλια μου ματιά θολή
παιδί μου ώρα σου καλή», Βιζυην.
β. «Κύριε, κατάβηθι, πριν ἀποθανεῖν τὸ παιδίον μου», ΚΔ)
3. νεαρός υπηρέτης («έστειλα το παιδί για τα ψώνια»)
4. παροιμ. φρ. α) «του πατέρα του παιδί» ή «τοῦ πατρὸς τὸ παιδίον» — παιδί που μοιάζει στον πατέρα του ως προς τη μορφή και τον χαρακτήρα
β) «της μάνας του παιδί» ή «τῆς μητρὸς τὸ παιδίον» — παιδί που μοιάζει στη μητέρα του ως προς τη μορφή και τον χαρακτήρα
νεοελλ.
1. άνθρωπος νεαρής ηλικίας, νεαρός, σε αντιδιαστολή προς τους ηλικιωμένους («τώρα που είσαι παιδί διασκέδαζε όσο μπορείς»)
2. μικρής ηλικίας υπάλληλος καταστήματος ή γραφείου, παραγιός
3. (διαλεκτ.) αγόρι ή νεαρός, αρσενικό τέκνο, γιος, σε αντιδιαστολή προς το κορίτσι
4. αφελής, απλός και εύπιστος άνθρωπος («μη γίνεσαι παιδί!»)
5. φρ. α) «παιδί μου» — τρυφερή προσφώνηση για έκφραση οικειότητας ή θωπείας και σε ενήλικα άτομα
β) «είναι παιδί της μαμάς» — είναι καλομαθημένος, είναι μαμόθρεφτος
γ) «παιδί του δρόμου» — αλητάκι
αρχ.
1. μικρός δούλος
2. παιδική νόσος, πιθ. οι σπασμοί.