επαρώμαι: Difference between revisions
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(13) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐπαρῶμαι, -άομαι (Α)<br /><b>1.</b> επικαλούμαι την [[οργή]] τών θεών [[εναντίον]] κάποιου, [[προφέρω]] κατάρες, [[καταριέμαι]] («Πέρσησι δὲ πολλὰ ἐπαρησάμενος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπόσχομαι]] [[επίσημα]], ορκίζομαι («σπονδὰς | |mltxt=ἐπαρῶμαι, -άομαι (Α)<br /><b>1.</b> επικαλούμαι την [[οργή]] τών θεών [[εναντίον]] κάποιου, [[προφέρω]] κατάρες, [[καταριέμαι]] («Πέρσησι δὲ πολλὰ ἐπαρησάμενος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπόσχομαι]] [[επίσημα]], ορκίζομαι («σπονδὰς καθεῖναι κἀπαράσασθαι [[τάδε]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπόσχομαι]] επί [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αρώμαι]] «[[προσεύχομαι]], [[παρακαλώ]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:35, 27 March 2021
Greek Monolingual
ἐπαρῶμαι, -άομαι (Α)
1. επικαλούμαι την οργή τών θεών εναντίον κάποιου, προφέρω κατάρες, καταριέμαι («Πέρσησι δὲ πολλὰ ἐπαρησάμενος», Ηρόδ.)
2. υπόσχομαι επίσημα, ορκίζομαι («σπονδὰς καθεῖναι κἀπαράσασθαι τάδε», Ευρ.)
3. υπόσχομαι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρώμαι «προσεύχομαι, παρακαλώ»].