ετοιμάζω: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
(14) |
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[ἑτοιμάζω]]) [[έτοιμος]]<br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] έτοιμο, [[ετοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], [[αποτελειώνω]], [[καταρτίζω]] («ἐμοὶ [[γέρας]] αὐτίχ' ἑτοιμάσατ'», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ετοιμάζομαι</i><br />α) παρασκευάζομαι να [[κάνω]] [[κάτι]], προετοιμάζομαι, καθίσταμαι [[έτοιμος]]<br />i. «ετοιμάζομαι για τις εξετάσεις»<br />ii. (με τη σημ. του ενεργ.) [[κάνω]] [[κάτι]] ή κάποιον έτοιμο («ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> ετοιμάζομαι από άλλον, [[γίνομαι]] [[έτοιμος]] από κάποιον («ἑτοιμασθήσεται ἐν δικαιοσύνῃ ὁ [[θρόνος]] σου», ΠΔ)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταρτίζω]] κάποιον, τον [[δασκαλεύω]] («τον ετοίμασα για να αντιμετωπίζει τη ζωή»)<br /><b>2.</b> [[σχεδιάζω]], έχω προγραμματίσει [[κάτι]] («τί ετοιμάζεις;»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[τόπο]] ή χρόνο) προκαθορίζω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για σπίτια) [[συγυρίζω]], [[ευτρεπίζω]] («καὶ δῶμ' ἑτοίμαζ' ὡς συνοικήσουσά μοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πλοία) [[εξοπλίζω]], [[αρματώνω]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[στέρεο]], [[ασφαλίζω]] («ὡς | |mltxt=(ΑΜ [[ἑτοιμάζω]]) [[έτοιμος]]<br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] έτοιμο, [[ετοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], [[αποτελειώνω]], [[καταρτίζω]] («ἐμοὶ [[γέρας]] αὐτίχ' ἑτοιμάσατ'», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ετοιμάζομαι</i><br />α) παρασκευάζομαι να [[κάνω]] [[κάτι]], προετοιμάζομαι, καθίσταμαι [[έτοιμος]]<br />i. «ετοιμάζομαι για τις εξετάσεις»<br />ii. (με τη σημ. του ενεργ.) [[κάνω]] [[κάτι]] ή κάποιον έτοιμο («ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> ετοιμάζομαι από άλλον, [[γίνομαι]] [[έτοιμος]] από κάποιον («ἑτοιμασθήσεται ἐν δικαιοσύνῃ ὁ [[θρόνος]] σου», ΠΔ)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταρτίζω]] κάποιον, τον [[δασκαλεύω]] («τον ετοίμασα για να αντιμετωπίζει τη ζωή»)<br /><b>2.</b> [[σχεδιάζω]], έχω προγραμματίσει [[κάτι]] («τί ετοιμάζεις;»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[τόπο]] ή χρόνο) προκαθορίζω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για σπίτια) [[συγυρίζω]], [[ευτρεπίζω]] («καὶ δῶμ' ἑτοίμαζ' ὡς συνοικήσουσά μοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πλοία) [[εξοπλίζω]], [[αρματώνω]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[στέρεο]], [[ασφαλίζω]] («ὡς νῦν ἡτοίμασε [[κύριος]] τὴν βασιλείαν σου ἐπὶ Ἰσραήλ», ΠΔ). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:00, 27 March 2021
Greek Monolingual
(ΑΜ ἑτοιμάζω) έτοιμος
1. ενεργ. κάνω κάποιον ή κάτι έτοιμο, ετοιμάζω, παρασκευάζω, αποτελειώνω, καταρτίζω («ἐμοὶ γέρας αὐτίχ' ἑτοιμάσατ'», Ομ. Ιλ.)
2. μέσ. ετοιμάζομαι
α) παρασκευάζομαι να κάνω κάτι, προετοιμάζομαι, καθίσταμαι έτοιμος
i. «ετοιμάζομαι για τις εξετάσεις»
ii. (με τη σημ. του ενεργ.) κάνω κάτι ή κάποιον έτοιμο («ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους», Ομ. Ιλ.)]
3. παθ. ετοιμάζομαι από άλλον, γίνομαι έτοιμος από κάποιον («ἑτοιμασθήσεται ἐν δικαιοσύνῃ ὁ θρόνος σου», ΠΔ)
μσν.- νεοελλ.
1. καταρτίζω κάποιον, τον δασκαλεύω («τον ετοίμασα για να αντιμετωπίζει τη ζωή»)
2. σχεδιάζω, έχω προγραμματίσει κάτι («τί ετοιμάζεις;»)
μσν.
(για τόπο ή χρόνο) προκαθορίζω
αρχ.
1. (για σπίτια) συγυρίζω, ευτρεπίζω («καὶ δῶμ' ἑτοίμαζ' ὡς συνοικήσουσά μοι», Ευρ.)
2. (για πλοία) εξοπλίζω, αρματώνω
3. κάνω κάτι στέρεο, ασφαλίζω («ὡς νῦν ἡτοίμασε κύριος τὴν βασιλείαν σου ἐπὶ Ἰσραήλ», ΠΔ).