ἐνηείη: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνηείη]], η (Α) [[ενηής]]<br />[[πραότητα]], [[αγαθότητα]], [[ευπροσηγορία]], [[ευμένεια]] ( | |mltxt=[[ἐνηείη]], η (Α) [[ενηής]]<br />[[πραότητα]], [[αγαθότητα]], [[ευπροσηγορία]], [[ευμένεια]] («νῦν τις ἐνηείης Πατροκλῆος δειλοῑο μνησάσθω», <b>Ομ. Οδ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:05, 27 March 2021
English (LSJ)
ἡ, A kindness, gentleness, νῦν τις ἐνηείης Πατροκλῆος . . μνησάσθω Il.17.670, cf. Opp.H.5.519.
German (Pape)
[Seite 840] ἡ, das Wohlwollen, die Milde; Il. 17, 670; Opp. H. 5, 519; VLL. πρᾳότης.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνηείη: ἡ, (ἐνηὴς) πραότης, προσήνεια, νῦν τις ἐνηείης Πατροκλῆος... μνησάσθω Ἰλ. Ρ. 670, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 5 519.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ion.
bonne volonté, douceur.
Étymologie: ἐνηής.
English (Autenrieth)
(ἐνηής): gentleness, amiability, Il. 17.670†.
Greek Monolingual
ἐνηείη, η (Α) ενηής
πραότητα, αγαθότητα, ευπροσηγορία, ευμένεια («νῦν τις ἐνηείης Πατροκλῆος δειλοῑο μνησάσθω», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐνηείη: ἡ (ἐνηής), καλοσύνη, λεπτότητα, πραότητα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνηείη: ἡ ласковость, кротость Hom.
Middle Liddell
ἐνηείη, ἡ, ἐνηής
kindness, gentleness, Il.