ομαλίζω: Difference between revisions
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[ὁμαλίζω]]) [[ομαλός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] ομαλό, επίπεδο, [[ισοπεδώνω]], [[εξομαλύνω]] («κινεῖν καὶ ὁμαλίζειν τὴν γῆν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[εξομοιώνω]], [[εξισώνω]] ( | |mltxt=(ΑΜ [[ὁμαλίζω]]) [[ομαλός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] ομαλό, επίπεδο, [[ισοπεδώνω]], [[εξομαλύνω]] («κινεῖν καὶ ὁμαλίζειν τὴν γῆν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[εξομοιώνω]], [[εξισώνω]] («μᾶλλον δεῑ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἤ τὰς οὐσίας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[δίνω]] [[λύση]] σε προβληματική [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για νομοθέτη) [[αμβλύνω]] τις αντιθέσεις, [[επιφέρω]] [[ισότητα]]<br /><b>2.</b> [[ανάγω]] σε ίση [[ποσότητα]] («τὰ [[σιτία]] καὶ τὸ [[ποτὸν]] ὁμαλίζειν», Διοκλ.)<br /><b>3.</b> (για την [[πέψη]]) [[λειτουργώ]] ομαλά, κανονικά<br /><b>4.</b> (για άνεμο) [[είμαι]] [[ομαλός]], [[πνέω]] [[χωρίς]] διακυμάνσεις<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>ὁμαλίζομαι</i><br />[[υφίσταμαι]] ολοκληρωτική [[καταστροφή]], αφανίζομαι («πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν», Ισοκρ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ὁμαλίζω]] ἐς τὸ φιλοσοφώτερον» — [[καθιστώ]] [[κάτι]] κανονικό, φυσιολογικό. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 27 March 2021
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁμαλίζω) ομαλός
1. καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισοπεδώνω, εξομαλύνω («κινεῖν καὶ ὁμαλίζειν τὴν γῆν», Θεόφρ.)
2. εξομοιώνω, εξισώνω («μᾶλλον δεῑ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἤ τὰς οὐσίας», Αριστοτ.)
μσν.
δίνω λύση σε προβληματική κατάσταση
αρχ.
1. (για νομοθέτη) αμβλύνω τις αντιθέσεις, επιφέρω ισότητα
2. ανάγω σε ίση ποσότητα («τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν», Διοκλ.)
3. (για την πέψη) λειτουργώ ομαλά, κανονικά
4. (για άνεμο) είμαι ομαλός, πνέω χωρίς διακυμάνσεις
5. παθ. ὁμαλίζομαι
υφίσταμαι ολοκληρωτική καταστροφή, αφανίζομαι («πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν», Ισοκρ.)
6. φρ. «ὁμαλίζω ἐς τὸ φιλοσοφώτερον» — καθιστώ κάτι κανονικό, φυσιολογικό.