προσδίδω: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(34) |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[προσδίδωμι]] ΝΜΑ, προσδίνω Ν<br />[[παρέχω]] [[κάτι]] επιπροσθέτως (α. «του προσέδωσε [[δύναμη]]» β. «οὐδένα ἂν [[πώποτε]] ἀφείλετο, ἀλλ' ἀεὶ [[πλείω]] προσεδίδου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δίνω]] σε [[κάτι]] ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό, [[δίνω]] σε [[κάτι]] χαρακτήρα, [[ιδίως]] καλό («εφ' ών το [[φέγγος]] της σελήνης πίπτον προσέδιδε γλυκείαν μελαγχολικήν όψιν», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] ως [[μερίδιο]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> (για ιερέα που θυσιάζει) [[διανέμω]], [[μοιράζω]] («οὐδεὶς προσδώσει μοι τῶν σπλάγχνων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσφέρω]] [[κάτι]] από [[φιλανθρωπία]], [[ελεώ]] («καί πού τι καὶ βορᾶς [[μέρος]] προσέδοσαν οἰκτίραντες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[παραχωρώ]], [[επιτρέπω]]<br /><b>5.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] στο [[χέρι]] κάποιου («τὸν Καίσαρα τῷ Κάτωνι | |mltxt=[[προσδίδωμι]] ΝΜΑ, προσδίνω Ν<br />[[παρέχω]] [[κάτι]] επιπροσθέτως (α. «του προσέδωσε [[δύναμη]]» β. «οὐδένα ἂν [[πώποτε]] ἀφείλετο, ἀλλ' ἀεὶ [[πλείω]] προσεδίδου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δίνω]] σε [[κάτι]] ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό, [[δίνω]] σε [[κάτι]] χαρακτήρα, [[ιδίως]] καλό («εφ' ών το [[φέγγος]] της σελήνης πίπτον προσέδιδε γλυκείαν μελαγχολικήν όψιν», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] ως [[μερίδιο]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> (για ιερέα που θυσιάζει) [[διανέμω]], [[μοιράζω]] («οὐδεὶς προσδώσει μοι τῶν σπλάγχνων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσφέρω]] [[κάτι]] από [[φιλανθρωπία]], [[ελεώ]] («καί πού τι καὶ βορᾶς [[μέρος]] προσέδοσαν οἰκτίραντες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[παραχωρώ]], [[επιτρέπω]]<br /><b>5.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] στο [[χέρι]] κάποιου («τὸν Καίσαρα τῷ Κάτωνι προσδοῦν | ||
αι τὸ [[δελτάριον]] [[ἐγγὺς]] ἑστῶτι», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 27 March 2021
Greek Monolingual
προσδίδωμι ΝΜΑ, προσδίνω Ν
παρέχω κάτι επιπροσθέτως (α. «του προσέδωσε δύναμη» β. «οὐδένα ἂν πώποτε ἀφείλετο, ἀλλ' ἀεὶ πλείω προσεδίδου», Ξεν.)
νεοελλ.
δίνω σε κάτι ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό, δίνω σε κάτι χαρακτήρα, ιδίως καλό («εφ' ών το φέγγος της σελήνης πίπτον προσέδιδε γλυκείαν μελαγχολικήν όψιν», Παπαδ.)
αρχ.
1. δίνω ως μερίδιο σε κάποιον
2. (για ιερέα που θυσιάζει) διανέμω, μοιράζω («οὐδεὶς προσδώσει μοι τῶν σπλάγχνων», Αριστοφ.)
3. προσφέρω κάτι από φιλανθρωπία, ελεώ («καί πού τι καὶ βορᾶς μέρος προσέδοσαν οἰκτίραντες», Σοφ.)
4. παραχωρώ, επιτρέπω
5. δίνω κάτι στο χέρι κάποιου («τὸν Καίσαρα τῷ Κάτωνι προσδοῦν
αι τὸ δελτάριον ἐγγὺς ἑστῶτι», Πλούτ.).