τελειωτής: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - " »" to "»")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[τελειῶ]]<br />αυτός που τελειοποιεί, που ολοκληρώνει («τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν
|mltxt=ὁ, Α [[τελειῶ]]<br />αυτός που τελειοποιεί, που ολοκληρώνει («τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν», ΚΔ).
», ΚΔ).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:15, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελειωτής Medium diacritics: τελειωτής Low diacritics: τελειωτής Capitals: ΤΕΛΕΙΩΤΗΣ
Transliteration A: teleiōtḗs Transliteration B: teleiōtēs Transliteration C: teleiotis Beta Code: teleiwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A accomplisher, finisher, τῆς πίστεως Ep.Hebr.12.2.

German (Pape)

[Seite 1085] ό, der Vollender, Vollbringer, Beendiger, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τελειωτής: -οῦ, ὁ, ὁ τελειῶν, τελειοποιῶν, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ιβ΄, 2.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui achève ou accomplit.
Étymologie: τελειόω.

English (Strong)

from τελειόω; a completer, i.e. consummater: finisher.

English (Thayer)

τελειωτου, ὁ (τελειόω) (Vulg. consummator), a perfecter: τῆς πίστεως, one who has in his own person raised faith to its perfection and so set before us the highest example of faith, Hebrews 12:2. The word occurs nowhere else.

Greek Monolingual

ὁ, Α τελειῶ
αυτός που τελειοποιεί, που ολοκληρώνει («τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν», ΚΔ).

Greek Monotonic

τελειωτής: -οῦ, ὁ, αυτός που τελειοποιεί, που συμπληρώνει, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

τελειωτής: οῦ ὁ свершитель, осуществитель NT.

Middle Liddell

τελειωτής, οῦ, ὁ,
an accomplisher, finisher, NTest.

Chinese

原文音譯:teleiwt»j 帖累哦帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:完成(者)
字義溯源:完成者,成終者;源自(τελειόω)=作成),而 (τελειόω)出自(τέλειος)=完全的), (τέλειος)出自(τέλος)=界限,結局)。 (τέλος)出自(τελέω)X*=有目標的計劃)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 成終者(1) 來12:2