ἐξυγιαίνω: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
m (Text replacement - "πλεῑστ" to "πλεῖστ")
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξυγιαίνω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[απαλλάσσω]] από νοσογόνες εστίες<br /><b>2.</b> [[επαναφέρω]] [[κάτι]] σε καλή [[κατάσταση]] («...να εξυγιάνει την [[οικονομία]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γίνομαι]] καλά, θεραπεύομαι («διὰ τοῡτο καὶ οἱ πλεῖστοι οὐκ ἐξυγιαίνουσιν [[ταχέως]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη νεοελλ. [[σημασία]] μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=(AM [[ἐξυγιαίνω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[απαλλάσσω]] από νοσογόνες εστίες<br /><b>2.</b> [[επαναφέρω]] [[κάτι]] σε καλή [[κατάσταση]] («...να εξυγιάνει την [[οικονομία]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γίνομαι]] καλά, θεραπεύομαι («διὰ τοῦτο καὶ οἱ πλεῖστοι οὐκ ἐξυγιαίνουσιν [[ταχέως]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη νεοελλ. [[σημασία]] μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Revision as of 12:15, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῠγῐαίνω Medium diacritics: ἐξυγιαίνω Low diacritics: εξυγιαίνω Capitals: ΕΞΥΓΙΑΙΝΩ
Transliteration A: exygiaínō Transliteration B: exygiainō Transliteration C: eksygiaino Beta Code: e)cugiai/nw

English (LSJ)

A recover health, Id.Fract.9:—Pass., Id.de Arte4.

German (Pape)

[Seite 889] ganz gesund werden, Hippocr., auch im pass.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῠγῐαίνω: καθίσταμαι ὑγιής, ἰατρεύομαι, Ἱππ. 758˙ ὡσαύτως ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτὸς 3. 35.

Greek Monolingual

(AM ἐξυγιαίνω)
νεοελλ.
1. (για τόπο) απαλλάσσω από νοσογόνες εστίες
2. επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση («...να εξυγιάνει την οικονομία»)
αρχ.-μσν.
γίνομαι καλά, θεραπεύομαι («διὰ τοῦτο καὶ οἱ πλεῖστοι οὐκ ἐξυγιαίνουσιν ταχέως», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].