ευλαβούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ εὐλαβοῦμαι, -έομαι) [[ευλαβής]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[διακριτικός]], [[προσέχω]] να μη βλάψω ή να μην προσβάλω κανέναν («εὐλαβοῡ μὴ φανῇ κακὸς [[γεγώς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σέβομαι]], [[τιμώ]], [[εκδηλώνω]], [[ευλάβεια]] («εὐλαβοῦμαι τὸν δῆμον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[διστάζω]] από σεβασμό [[προς]] κάποιον, [[ντρέπομαι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (μτχ. ενεστ.) <i>ευλαβούμενος</i>, -<i>μένη</i>, -<i>ον</i><br />[[ευλαβικός]], [[ευσεβής]]<br /><b>2.</b> [[ανησυχώ]], [[φοβάμαι]] για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσέχω]], [[φροντίζω]] («εὐλαβούμενον περὶ τροφήν τε καὶ παιδείαν ὀρφανῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διατρέχω]] κίνδυνο<br /><b>3.</b> έχω [[φροντίδα]] για κάποιον, [[προσέχω]] κάποιον («εὐλαβεῑσθαι τὴν [[κύνα]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[φυλάγομαι]], [[μένω]] [[μακριά]] από κάποιον ή [[κάτι]] («εὐλαβοῡ τὸ ψεῡδος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[φοβάμαι]] («εὐλαβηθήσονται ἀπὸ τοῦ ὀνόματος Κυρίου», ΠΔ)<br /><b>6.</b> [[περιμένω]] [[ήσυχα]], [[αναμένω]] («καιρόν ευλαβούμενος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> προφυλάγομαι από [[βλάβη]], απαλλάσσομαι από [[ζημιά]] («ευλαβούμενος τά κοίλα γαστρός», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>ενεργ.</b> <i>εὐλαβῶ</i>, -<i>έω</i><br />[[προσέχω]], προφυλάσσομαι.
|mltxt=(ΑΜ εὐλαβοῦμαι, -έομαι) [[ευλαβής]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[διακριτικός]], [[προσέχω]] να μη βλάψω ή να μην προσβάλω κανέναν («εὐλαβοῡ μὴ φανῇ κακὸς [[γεγώς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σέβομαι]], [[τιμώ]], [[εκδηλώνω]], [[ευλάβεια]] («εὐλαβοῦμαι τὸν δῆμον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[διστάζω]] από σεβασμό [[προς]] κάποιον, [[ντρέπομαι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (μτχ. ενεστ.) <i>ευλαβούμενος</i>, -<i>μένη</i>, -<i>ον</i><br />[[ευλαβικός]], [[ευσεβής]]<br /><b>2.</b> [[ανησυχώ]], [[φοβάμαι]] για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσέχω]], [[φροντίζω]] («εὐλαβούμενον περὶ τροφήν τε καὶ παιδείαν ὀρφανῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διατρέχω]] κίνδυνο<br /><b>3.</b> έχω [[φροντίδα]] για κάποιον, [[προσέχω]] κάποιον («εὐλαβεῖσθαι τὴν [[κύνα]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[φυλάγομαι]], [[μένω]] [[μακριά]] από κάποιον ή [[κάτι]] («εὐλαβοῡ τὸ ψεῡδος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[φοβάμαι]] («εὐλαβηθήσονται ἀπὸ τοῦ ὀνόματος Κυρίου», ΠΔ)<br /><b>6.</b> [[περιμένω]] [[ήσυχα]], [[αναμένω]] («καιρόν ευλαβούμενος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> προφυλάγομαι από [[βλάβη]], απαλλάσσομαι από [[ζημιά]] («ευλαβούμενος τά κοίλα γαστρός», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>ενεργ.</b> <i>εὐλαβῶ</i>, -<i>έω</i><br />[[προσέχω]], προφυλάσσομαι.
}}
}}

Revision as of 12:18, 28 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐλαβοῦμαι, -έομαι) ευλαβής
1. είμαι διακριτικός, προσέχω να μη βλάψω ή να μην προσβάλω κανέναν («εὐλαβοῡ μὴ φανῇ κακὸς γεγώς», Σοφ.)
2. σέβομαι, τιμώ, εκδηλώνω, ευλάβεια («εὐλαβοῦμαι τὸν δῆμον», Πλούτ.)
νεοελλ.-μσν.
διστάζω από σεβασμό προς κάποιον, ντρέπομαι
μσν.
1. (μτχ. ενεστ.) ευλαβούμενος, -μένη, -ον
ευλαβικός, ευσεβής
2. ανησυχώ, φοβάμαι για κάτι
αρχ.
1. προσέχω, φροντίζω («εὐλαβούμενον περὶ τροφήν τε καὶ παιδείαν ὀρφανῶν», Πλάτ.)
2. διατρέχω κίνδυνο
3. έχω φροντίδα για κάποιον, προσέχω κάποιον («εὐλαβεῖσθαι τὴν κύνα», Αριστοφ.)
4. φυλάγομαι, μένω μακριά από κάποιον ή κάτι («εὐλαβοῡ τὸ ψεῡδος», Αριστοτ.)
5. φοβάμαι («εὐλαβηθήσονται ἀπὸ τοῦ ὀνόματος Κυρίου», ΠΔ)
6. περιμένω ήσυχα, αναμένω («καιρόν ευλαβούμενος», Ευρ.)
7. προφυλάγομαι από βλάβη, απαλλάσσομαι από ζημιά («ευλαβούμενος τά κοίλα γαστρός», Ευρ.)
8. ενεργ. εὐλαβῶ, -έω
προσέχω, προφυλάσσομαι.