επιφθέγγομαι: Difference between revisions
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
(14) |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιφθέγγομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] [[μετά]] από κάποιον ή σε [[συμφωνία]] με κάποιον («ἐγώ δ’ [[ἐπιφθέγγομαι]] κεκλαυμένα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκφέρω]] [[κάτι]] συγχρόνως ή σε [[σχέση]] με [[κάτι]] («ἐπεφθέγγετο τὰς νενομισμένας... φωνάς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> λέω, [[αποφαίνομαι]] επί [[πλέον]] («μίαν ἐπ’ | |mltxt=[[ἐπιφθέγγομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] [[μετά]] από κάποιον ή σε [[συμφωνία]] με κάποιον («ἐγώ δ’ [[ἐπιφθέγγομαι]] κεκλαυμένα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκφέρω]] [[κάτι]] συγχρόνως ή σε [[σχέση]] με [[κάτι]] («ἐπεφθέγγετο τὰς νενομισμένας... φωνάς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> λέω, [[αποφαίνομαι]] επί [[πλέον]] («μίαν ἐπ’ αὐτοῖς ὡς οὖσαν γραμματικὴν τέχνην ἐπεφθέγξατο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> λέω, [[προφέρω]] («τῆς αὐτῶν φωνῆς [[μόριον]] ἐπιφθεγγόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αποκαλώ]]<br /><b>6.</b> [[αναφέρω]]<br /><b>7.</b> [[φωνάζω]] σε [[απάντηση]] («καὶ ὁ μἐν ἡγεῑτο λέγων "ἔξω χριστιανούς", τὸ δὲ [[πλῆθος]] ἐπεφθέγγετο "ἔξω ἐπικουρείους"», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φθέγγομαι]] «[[μιλώ]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 28 March 2021
Greek Monolingual
ἐπιφθέγγομαι (Α)
1. μιλώ μετά από κάποιον ή σε συμφωνία με κάποιον («ἐγώ δ’ ἐπιφθέγγομαι κεκλαυμένα», Αισχύλ.)
2. εκφέρω κάτι συγχρόνως ή σε σχέση με κάτι («ἐπεφθέγγετο τὰς νενομισμένας... φωνάς», Πλούτ.)
3. λέω, αποφαίνομαι επί πλέον («μίαν ἐπ’ αὐτοῖς ὡς οὖσαν γραμματικὴν τέχνην ἐπεφθέγξατο», Πλάτ.)
4. λέω, προφέρω («τῆς αὐτῶν φωνῆς μόριον ἐπιφθεγγόμενοι», Πλάτ.)
5. αποκαλώ
6. αναφέρω
7. φωνάζω σε απάντηση («καὶ ὁ μἐν ἡγεῑτο λέγων "ἔξω χριστιανούς", τὸ δὲ πλῆθος ἐπεφθέγγετο "ἔξω ἐπικουρείους"», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φθέγγομαι «μιλώ»].