σύμμορος: Difference between revisions

From LSJ

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδουretreat from your anger and allow yourself to change

Source
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξύμμορος, -ον, Α<br />αυτός που ανήκε στην [[ίδια]] φορολογική [[κατηγορία]] («Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῑς», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μόρα]] [Ι] «[[τάγμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἔμ</i>-<i>μορος</i>].
|mltxt=και αττ. τ. ξύμμορος, -ον, Α<br />αυτός που ανήκε στην [[ίδια]] φορολογική [[κατηγορία]] («Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μόρα]] [Ι] «[[τάγμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἔμ</i>-<i>μορος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:30, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμορος Medium diacritics: σύμμορος Low diacritics: σύμμορος Capitals: ΣΥΜΜΟΡΟΣ
Transliteration A: sýmmoros Transliteration B: symmoros Transliteration C: symmoros Beta Code: su/mmoros

English (LSJ)

ον, A united in the same μόρα, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς Th.4.93.

German (Pape)

[Seite 983] wie συντελής, mit zu Abgaben verpflichtet, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς, und die ihnen unterthan waren, Thuc. 4, 93.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμορος: -ον, ὡς τὸ συντελής, ἡνωμένος ἐπὶ σκοπῷ φορολογίας, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς, ἐπὶ τῶν ἐλασσόνων πολιτειῶν τῆς Βοιωτίας, Θουκ. 4. 93, πρβλ. Arnold 76.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
associé, confédéré.
Étymologie: σύν, μείρομαι.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξύμμορος, -ον, Α
αυτός που ανήκε στην ίδια φορολογική κατηγορία («Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μορος (< μόρα [Ι] «τάγμα»), πρβλ. ἔμ-μορος].

Greek Monotonic

σύμμορος: -ον, ενωμένος, συγχωνευμένος για φορολογικούς λόγους, υποτελής που καταβάλλει φόρους, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

σύμμορος: обложенный данью или налогами, т. е. зависимый, подвластный (Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμμορος -ον, Att. ook ξύμμορος [σύν, μόρα] tot dezelfde legerafdeling behorend als, met dat.

Middle Liddell

σύμ-μορος, ον,
united for purposes of taxation, Thuc.