κυκλώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /> κυκλῶ, -έω (Α) [[κύκλος]]<br /> <b>1.</b> [[μεταφέρω]] με [[άμαξα]] («κυκλήσομεν [[ἐνθάδε]] νεκρούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[κινώ]] [[γύρω]] [[γύρω]], κυκλικά, [[περιφέρω]] («[[πόδα]]... ἀνὰ κύκλον κυκλεῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[επανέρχομαι]] [[περιοδικώς]] («πολλαὶ κυκλοῡσι νύκτες ἡμέραι τ' ἴσαι», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>4.</b> [[επαναφέρω]], [[επαναλαμβάνω]] («κυκλεῖν τὸν λόγον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /> <b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>κυκλοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br /> α) [[περιβάλλω]], [[περιτριγυρίζω]]<br /> β) [[στριφογυρίζω]], [[περιστρέφω]] («κυκλεῖσθαι δή... τὸν ἄτρακτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /> γ) (για [[λόγια]]) [[περιέρχομαι]] από [[στόμα]] σε [[στόμα]], διαδίδομαι.<br /><b>(II)</b><br /> (AM κυκλῶ, -όω, Μ και [[κυκλώνω]])<br /> <b>βλ.</b> [[κυκλώνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br /> κυκλῶ, -έω (Α) [[κύκλος]]<br /> <b>1.</b> [[μεταφέρω]] με [[άμαξα]] («κυκλήσομεν [[ἐνθάδε]] νεκρούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[κινώ]] [[γύρω]] [[γύρω]], κυκλικά, [[περιφέρω]] («[[πόδα]]... ἀνὰ κύκλον κυκλεῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[επανέρχομαι]] [[περιοδικώς]] («πολλαὶ κυκλοῦσι νύκτες ἡμέραι τ' ἴσαι», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>4.</b> [[επαναφέρω]], [[επαναλαμβάνω]] («κυκλεῖν τὸν λόγον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /> <b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>κυκλοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br /> α) [[περιβάλλω]], [[περιτριγυρίζω]]<br /> β) [[στριφογυρίζω]], [[περιστρέφω]] («κυκλεῖσθαι δή... τὸν ἄτρακτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /> γ) (για [[λόγια]]) [[περιέρχομαι]] από [[στόμα]] σε [[στόμα]], διαδίδομαι.<br /><b>(II)</b><br /> (AM κυκλῶ, -όω, Μ και [[κυκλώνω]])<br /> <b>βλ.</b> [[κυκλώνω]].
}}
}}

Revision as of 13:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

(I)
κυκλῶ, -έω (Α) κύκλος
1. μεταφέρω με άμαξα («κυκλήσομεν ἐνθάδε νεκρούς», Ομ. Ιλ.)
2. κινώ γύρω γύρω, κυκλικά, περιφέρωπόδα... ἀνὰ κύκλον κυκλεῑς», Αριστοφ.)
3. (αμτβ.) επανέρχομαι περιοδικώς («πολλαὶ κυκλοῦσι νύκτες ἡμέραι τ' ἴσαι», Σοφ.)
4. επαναφέρω, επαναλαμβάνω («κυκλεῖν τὸν λόγον», Αριστοτ.)
5. μέσ. κυκλοῦμαι, -έομαι
α) περιβάλλω, περιτριγυρίζω
β) στριφογυρίζω, περιστρέφω («κυκλεῖσθαι δή... τὸν ἄτρακτον», Πλάτ.)
γ) (για λόγια) περιέρχομαι από στόμα σε στόμα, διαδίδομαι.
(II)
(AM κυκλῶ, -όω, Μ και κυκλώνω)
βλ. κυκλώνω.