στρεβλώνω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=στρεβλῶ, -όω, ΝΑ [[στρεβλός]]<br /><b>1.</b> [[βασανίζω]] κάποιον με τη [[στρέβλη]], [[ιδίως]] [[προκαλώ]] [[εξάρθρωση]] με [[συστροφή]] τών μελών («μαστιγῶν, δέρων, στρεβλῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]] (α. «στρεβλώνει τα [[λόγια]] μου» β. «ἅ οἱ ἀμαθεῑς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῡσιν ὡς καὶ τὰς λοιπὰς γραφάς», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] [[κάτι]] στρεβλό, το [[στραβώνω]], [[παραμορφώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρέφω]] κοχλία ή τροχό ή [[εκτείνω]], [[τεντώνω]] [[κάτι]] περιστρέφοντας τη [[στρέβλη]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με χορδές μουσικού οργάνου) [[εκτείνω]] με [[περιστροφή]] τών κοχλιών<br /><b>3.</b> (για χειρούργο) [[συστρέφω]] με βίαιο τρόπο εξαρθρωμένο [[μέλος]] για να το ανατάξω, να το [[επαναφέρω]] στη [[θέση]] του<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>στρεβλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />(για τα μάτια) [[αλληθωρίζω]].
|mltxt=στρεβλῶ, -όω, ΝΑ [[στρεβλός]]<br /><b>1.</b> [[βασανίζω]] κάποιον με τη [[στρέβλη]], [[ιδίως]] [[προκαλώ]] [[εξάρθρωση]] με [[συστροφή]] τών μελών («μαστιγῶν, δέρων, στρεβλῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]] (α. «στρεβλώνει τα [[λόγια]] μου» β. «ἅ οἱ ἀμαθεῑς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν ὡς καὶ τὰς λοιπὰς γραφάς», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] [[κάτι]] στρεβλό, το [[στραβώνω]], [[παραμορφώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρέφω]] κοχλία ή τροχό ή [[εκτείνω]], [[τεντώνω]] [[κάτι]] περιστρέφοντας τη [[στρέβλη]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με χορδές μουσικού οργάνου) [[εκτείνω]] με [[περιστροφή]] τών κοχλιών<br /><b>3.</b> (για χειρούργο) [[συστρέφω]] με βίαιο τρόπο εξαρθρωμένο [[μέλος]] για να το ανατάξω, να το [[επαναφέρω]] στη [[θέση]] του<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>στρεβλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />(για τα μάτια) [[αλληθωρίζω]].
}}
}}

Revision as of 13:05, 28 March 2021

Greek Monolingual

στρεβλῶ, -όω, ΝΑ στρεβλός
1. βασανίζω κάποιον με τη στρέβλη, ιδίως προκαλώ εξάρθρωση με συστροφή τών μελών («μαστιγῶν, δέρων, στρεβλῶν», Αριστοφ.)
2. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω (α. «στρεβλώνει τα λόγια μου» β. «ἅ οἱ ἀμαθεῑς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν ὡς καὶ τὰς λοιπὰς γραφάς», ΚΔ)
νεοελλ.
κάνω κάτι στρεβλό, το στραβώνω, παραμορφώνω
αρχ.
1. στρέφω κοχλία ή τροχό ή εκτείνω, τεντώνω κάτι περιστρέφοντας τη στρέβλη
2. (σχετικά με χορδές μουσικού οργάνου) εκτείνω με περιστροφή τών κοχλιών
3. (για χειρούργο) συστρέφω με βίαιο τρόπο εξαρθρωμένο μέλος για να το ανατάξω, να το επαναφέρω στη θέση του
4. παθ. στρεβλοῦμαι, -όομαι
(για τα μάτια) αλληθωρίζω.