δίσαβος: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "ί˘" to "ῐ́") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=δῐ́σ-ᾱβος, ον <i>adj</i> [doric for δίσηβος]<br />[[twice]] [[young]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:10, 7 April 2021
English (LSJ)
[ῐ], ον, hyperdor. for δίσηβος, A twice young, AP15.26 (Dosiad.).
German (Pape)
[Seite 642] (ἥβη), zweimal jung, Dosiad. ara 2 (XV, 26).
Greek (Liddell-Scott)
δίσᾱβος: [ῑ], -ον, Δωρ, ἀντὶ δίσηβος, ὁ δὶς ἡβῶν, δὶς νέος, Ἀνθ. Π. 15. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
deux fois jeune, devenu jeune une seconde fois.
Étymologie: δίς, ἥβη.
Spanish (DGE)
(δίσᾱβος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
hiperdor. dos veces joven de Jasón, Dosiad.2.
Greek Monolingual
δίσαβος, -ον (Α)
αυτός που διέρχεται την ήβη για δεύτερη φορά, ο ξανανιωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δίσαβος με υπερδωρισμό αντί δίσηβος < δισ- (βλ. δις) + ήβη].
Greek Monotonic
δίσᾱβος: [ῐ], -ον, Δωρ. αντί δίσηβος, ο δύο φορές νέος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δίσᾱβος: дор. = *δίσηβος.