εὐθετέω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐθετέω''': εἶμαι [[εὔθετος]], [[κατάλληλος]], εὐθετεῖ πᾶσι χρῆσθαι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7. 4· εὐθ. εἴς τι Διόδ. 2. 41. 48: [[μετὰ]] δοτ., λιμένας... οὐ μόνον τοῖς ἐμπόροις, ἀλλὰ καὶ ταῖς μακραῖς ναυσὶν εὐθετοῦντας [[αὐτόθι]] 5. 12. ΙΙ. μεταβ., τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1 (διάφ. γραφ. εὐθετίσαντα), Δίων. Κ. 40. 49· εὐθ. ἑαυτὴν ὁ αύτ. 51. 13· «εὐθετεῖν νεκρόν· τὸ εὖ κοσμεῖν ἐν τάφοις νεκρὸν» A. B. 40.
|lstext='''εὐθετέω''': εἶμαι [[εὔθετος]], [[κατάλληλος]], εὐθετεῖ πᾶσι χρῆσθαι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7. 4· εὐθ. εἴς τι Διόδ. 2. 41. 48: μετὰ δοτ., λιμένας... οὐ μόνον τοῖς ἐμπόροις, ἀλλὰ καὶ ταῖς μακραῖς ναυσὶν εὐθετοῦντας [[αὐτόθι]] 5. 12. ΙΙ. μεταβ., τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1 (διάφ. γραφ. εὐθετίσαντα), Δίων. Κ. 40. 49· εὐθ. ἑαυτὴν ὁ αύτ. 51. 13· «εὐθετεῖν νεκρόν· τὸ εὖ κοσμεῖν ἐν τάφοις νεκρὸν» A. B. 40.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:35, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθετέω Medium diacritics: εὐθετέω Low diacritics: ευθετέω Capitals: ΕΥΘΕΤΕΩ
Transliteration A: euthetéō Transliteration B: eutheteō Transliteration C: eftheteo Beta Code: eu)qete/w

English (LSJ)

A to be suitable, convenient, εὐθετεῖ πᾶσι χρῆσθαι for all to use, Thphr. HP5.7.4; εὐ. εἴς τι D.S.2.41,48; to be timely, opportune, Orph. Fr.272; of an epithet, to be suitable, Sch.Il. Oxy.1086.110; so of food, Diocl. Fr.141; of bandages, Gal. 18(1).789, al.; λιμένας… ταῖς μακραῖς ναυσὶν εὐθετοῦντας D.S.5.12: f.l. in Thphr. HP1.1.3 codd. II trans., set in order, ἕκαστα Luc. DDeor.24.1 (v.l. for εὐθετίσαντα), cf. SIG1240 (ii A.D.); [τὰς τρίχας] Ar. Fr.782; adorn, εὐ. ἑαυτήν D.C.51.13; lay out a corpse, Id.40.49, cf. Phryn. PS p.71 B.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθετέω: εἶμαι εὔθετος, κατάλληλος, εὐθετεῖ πᾶσι χρῆσθαι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7. 4· εὐθ. εἴς τι Διόδ. 2. 41. 48: μετὰ δοτ., λιμένας... οὐ μόνον τοῖς ἐμπόροις, ἀλλὰ καὶ ταῖς μακραῖς ναυσὶν εὐθετοῦντας αὐτόθι 5. 12. ΙΙ. μεταβ., τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1 (διάφ. γραφ. εὐθετίσαντα), Δίων. Κ. 40. 49· εὐθ. ἑαυτὴν ὁ αύτ. 51. 13· «εὐθετεῖν νεκρόν· τὸ εὖ κοσμεῖν ἐν τάφοις νεκρὸν» A. B. 40.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 intr. être bien placé, bien arrangé, en bon état ; être propre à;
2 tr. bien arranger, mettre en bon ordre.
Étymologie: εὔθετος.

Greek Monotonic

εὐθετέω: μέλ. -ήσω, = το επόμ., σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὐθετέω:
1) быть приспособленным, быть пригодным (εἴς τι и τινι Diod.);
2) Luc. v. l. = εὐθετίζω.

Middle Liddell

εὐθετέω, fut. -ήσω = εὐθετίζω, Luc.]