κτερίζω: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κτερίζω''': μέλλ. κτεριῶ Ἰλ.: ἀόρ. ἐκτέρῐσα Ἰλ., Σιμων.· ([[κτέρεα]]). Ποιητ. ῥῆμ. ὡς τὸ [[κτερεΐζω]], [[θάπτω]], [[κηδεύω]] | |lstext='''κτερίζω''': μέλλ. κτεριῶ Ἰλ.: ἀόρ. ἐκτέρῐσα Ἰλ., Σιμων.· ([[κτέρεα]]). Ποιητ. ῥῆμ. ὡς τὸ [[κτερεΐζω]], [[θάπτω]], [[κηδεύω]] μετὰ τῶν προσηκουσῶν τιμῶν, οὔ σε πρὶν κτεριῶ Ἰλ. Σ. 334· τὸν δὲ κτεριοῦσιν Ἀχαιοὶ Χ. 336· ἐπεί κε θάνῳ, κτεριοῦσί με δῖοι Ἀχαιοὶ Λ. 455· τάφῳ κτ. τινὰ Σοφ. Ἀντ. 204· [[ὡσαύτως]], τούσδ’ εἷς [[τάφος]] ἐκτέρισε Σιμων. 113· ― ἀπολ., Εὐρ. Ἑλ. 1244. 2) [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., τοί κέ μιν ὦκα ἐν πυρὶ κήαιεν καὶ ἐπὶ [[κτέρεα]] κτερίσαιεν (οὕτω παρὰ Λατ. justa facere, exsequias facere), Ἰλ. Ω. 38, πρβλ. Ὀδ. Γ. 285· πρβλ. [[κτέρεα]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:45, 20 April 2021
English (LSJ)
fut. A κτεριῶ Il.18.334: aor. ἐκτέρῐσα 24.38, Simon.109: (κτέρεα):—poet. Verb, = κτερεΐζω, οὔ σε πρὶν κτεριῶ Il. 18.334; τὸν δὲ κτεριοῦσιν Ἀχαιοί 22.336; ἔμ', εἴ κε θάνω, κτεριοῦσί γε δῖοι' Ἀχαιοί 11.455; τάφῳ κ. τινά S.Ant.204; τούσδ' εἷς τάφος ἐκτέρισε Simon.l.c.: abs., E.Hel.1244; δημοσίᾳ κ. IG2.1678 (iv B.C.), cf. Sammelb.2119 (iii B.C.). 2 c. acc. cogn., τοί κέ μιν ὦκα ἐν πυρὶ κήαιεν καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερίσαιεν Il.24.38, cf. Od.3.285.
German (Pape)
[Seite 1518] auch κτερεΐζω, – a) τινά, einen Todten mit den gebührenden Ehren bestatten; οὐ σὲ πρὶν κτεριῶ Il. 18, 334, vgl. 22, 336; ἐπεί κε θάνω, κτεριοῦσί με δῖοι Ἀχαιοί 11, 455; so τοῦτον τάφῳ κτερίζειν Soph. Ant. 204; Eur. Hel. 1244; sp. D.; auch τούσδ' εἷς τάφος ἐκτέρισε, Simonds. 91 (VII, 270). – b) κτέρεα κτερίσειεν u. κτερίσαιεν (s. κτέρεα), Il. 24, 38 Od. 3, 285.
Greek (Liddell-Scott)
κτερίζω: μέλλ. κτεριῶ Ἰλ.: ἀόρ. ἐκτέρῐσα Ἰλ., Σιμων.· (κτέρεα). Ποιητ. ῥῆμ. ὡς τὸ κτερεΐζω, θάπτω, κηδεύω μετὰ τῶν προσηκουσῶν τιμῶν, οὔ σε πρὶν κτεριῶ Ἰλ. Σ. 334· τὸν δὲ κτεριοῦσιν Ἀχαιοὶ Χ. 336· ἐπεί κε θάνῳ, κτεριοῦσί με δῖοι Ἀχαιοὶ Λ. 455· τάφῳ κτ. τινὰ Σοφ. Ἀντ. 204· ὡσαύτως, τούσδ’ εἷς τάφος ἐκτέρισε Σιμων. 113· ― ἀπολ., Εὐρ. Ἑλ. 1244. 2) ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., τοί κέ μιν ὦκα ἐν πυρὶ κήαιεν καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερίσαιεν (οὕτω παρὰ Λατ. justa facere, exsequias facere), Ἰλ. Ω. 38, πρβλ. Ὀδ. Γ. 285· πρβλ. κτέρεα.
French (Bailly abrégé)
f. κτεριῶ, ao. ἐκτέρισα, pf. inus.
rendre les derniers devoirs ; τινα à qqn ; τινα τάφῳ SOPH honorer qqn d’un tombeau.
Étymologie: κτέρεα.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κτερίζω: μέλ. κτεριῶ, αόρ. αʹ ἐκτέρῐσα·
1. = το προηγ. 1, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
2. με σύστ. αντ., κτέρεα κτ., όπως το κτερεΐζω 2, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
κτερίζω: воздавать последние почести, совершать погребальные обряды, торжественно хоронить (τινά Hom.; τινὰ τάφῳ Soph.; τοὺς εἷς τάφος ἐκτέρισεν Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτερίζω [κτέρεα] fut. κτεριῶ; aor. ἐκτέρισα, poët. κτέρισα; ptc. perf. med.-pass. ἐκτερισμένος, de laatste eer bewijzen, met acc.:, ἔμ ’, εἴ κε θάνω, κτεριοῦσί γε δῖοι Ἀχαιοί mij zullen de Grieken als ik gestorven ben een eervolle begrafenis geven Il. 11.455; τινὰ τάφῷ κτερίζειν iemand met een begrafenis eren Soph. Ant. 204, met acc. v. h. inw. obj.:, τοί κέ μιν... κτέρεα κτερίσαιεν die hem de laatste eer kunnen bewijzen Il. 24.38, abs. een begrafenis houden.
Middle Liddell
κτερίζω,
1. = κτερεΐζω 1, Il., Soph.
2. c. acc. cogn., κτέρεα κτ., like κτερεΐζω 2, Hom.