λάθρῃ: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λάθρῃ''': ἢ λάθρη, Ἀττ. λάθρᾱͺ, ἐπίρρ. (√ΛΑΘ, [[λανθάνω]])» - κρυφίως, [[ἠρέμα]], ἡσύχως, ἐπὶ παρανόνων ἢ κρυφίων ἐρώτων, ὁ δέ οἱ παρελέξατο [[λάθρῃ]] Ἰλ. Β. 515· [[ἀνήρ]], ὃς ἐμίσγετο [[λάθρῃ]] Ὀδ. Ο. 430· ἐμέ... [[λάθρῃ]] κτείναντες, προδοτικῶς, Ρ. 80· [[ἀλλά]] τε [[λάθρῃ]] [[γαῖα]] βαρύνεται, ἀνεπαισθήτως, Ἰλ. Τ. 165· οὕτω παρ’ Ἀττ., Σοφ. Αἴ. 1137, Ο. Τ. 386, Ἀριστοφ. Βάτρ. 746, Θουκ. 4. 39, κτλ. 2) [[μετὰ]] γεν., [[λάθρῃ]] τινός, ἐν ἀγνοίᾳ τινός, [[λάθρῃ]] Λαομέδοντος Ἰλ. Ε. 269· λάθρη τῶν ἄλλων στρατηγῶν Ἡρόδ. 8. 112, πρβλ. 9. 90, Σοφ. Ο. Τ. 787, Ο. Κ. 354, Ἀριστοφ. Σφ. 347. - Συνήθως φέρεται [[λάθρῃ]], [[λάθρα]]· ἀλλ’ [[ἐπειδὴ]] εὑρίσκεται λάθραι (δηλ. λάθρᾳ) ἔν τισι τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφ. [[οἷον]] τὸ Λαυρ. τοῦ Σοφ., τὸν τύπον τοῦτον ἀποκατέστησαν οἱ νεώτατοι ἐκδόται παρὰ τοῖς Ἀττ. συγγραφεῦσι καὶ [[λάθρῃ]] παρ’ Ὁμ.· - ἕτεροι τύποι [[ὡσαύτως]] ὑπάρχουσι: λᾱθρηδόν, Ἀνθ. Π. 7. 202· λαθρηδά, Λουκ. περὶ Διαβολ. 21· λαθρηδίς, Ἰωάνν. Ἀλεξ. 38. 29, Θεόγνωστ. 163. 25· λαθρηιδίῃ, Χρησμ. Σιβ. 3. 139.
|lstext='''λάθρῃ''': ἢ λάθρη, Ἀττ. λάθρᾱͺ, ἐπίρρ. (√ΛΑΘ, [[λανθάνω]])» - κρυφίως, [[ἠρέμα]], ἡσύχως, ἐπὶ παρανόνων ἢ κρυφίων ἐρώτων, ὁ δέ οἱ παρελέξατο [[λάθρῃ]] Ἰλ. Β. 515· [[ἀνήρ]], ὃς ἐμίσγετο [[λάθρῃ]] Ὀδ. Ο. 430· ἐμέ... [[λάθρῃ]] κτείναντες, προδοτικῶς, Ρ. 80· [[ἀλλά]] τε [[λάθρῃ]] [[γαῖα]] βαρύνεται, ἀνεπαισθήτως, Ἰλ. Τ. 165· οὕτω παρ’ Ἀττ., Σοφ. Αἴ. 1137, Ο. Τ. 386, Ἀριστοφ. Βάτρ. 746, Θουκ. 4. 39, κτλ. 2) μετὰ γεν., [[λάθρῃ]] τινός, ἐν ἀγνοίᾳ τινός, [[λάθρῃ]] Λαομέδοντος Ἰλ. Ε. 269· λάθρη τῶν ἄλλων στρατηγῶν Ἡρόδ. 8. 112, πρβλ. 9. 90, Σοφ. Ο. Τ. 787, Ο. Κ. 354, Ἀριστοφ. Σφ. 347. - Συνήθως φέρεται [[λάθρῃ]], [[λάθρα]]· ἀλλ’ [[ἐπειδὴ]] εὑρίσκεται λάθραι (δηλ. λάθρᾳ) ἔν τισι τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφ. [[οἷον]] τὸ Λαυρ. τοῦ Σοφ., τὸν τύπον τοῦτον ἀποκατέστησαν οἱ νεώτατοι ἐκδόται παρὰ τοῖς Ἀττ. συγγραφεῦσι καὶ [[λάθρῃ]] παρ’ Ὁμ.· - ἕτεροι τύποι [[ὡσαύτως]] ὑπάρχουσι: λᾱθρηδόν, Ἀνθ. Π. 7. 202· λαθρηδά, Λουκ. περὶ Διαβολ. 21· λαθρηδίς, Ἰωάνν. Ἀλεξ. 38. 29, Θεόγνωστ. 163. 25· λαθρηιδίῃ, Χρησμ. Σιβ. 3. 139.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:50, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάθρῃ Medium diacritics: λάθρῃ Low diacritics: λάθρη Capitals: ΛΑΘΡΗ
Transliteration A: láthrēi Transliteration B: lathrē Transliteration C: lathri Beta Code: la/qrh|

English (LSJ)

[ᾱ], Att. λάθρᾳ, Adv., (λανθάνω) A secretly, by stealth, ὁ δέ οἱ παρελέξατο λάθρῃ Il.2.515; ἀνήρ, ὃς ἐμίσγετο λάθρῃ Od.15.430; λάθρῃ κτείναντες treacherously, 17.80; ἀλλά τε λάθρῃ γυῖα βαρύνεται imperceptibly, Il.19.165: in Trag. and Att., S.Aj.1137, OT386, Ar.Ra.746, Th.4.39, Pl.R.347b, etc. 2 c. gen., λάθρῃ τινός unknown to one, λάθρῃ Λαομέδοντος Il.5.269; λάθρῃ τῶν ἄλλων στρατηγῶν Hdt.8.112, cf. 9.90, S.OT787, OC354, Ar.V.347, X.An.1.3.8.—Freq. written λάθρα, λάθρη in codd. and Pap., but λάθραι (i.e. λάθρᾳ) in UPZ19.28 (ii B. C.) and in some of the best codd., as the Laurentian of Sophocles, also in POxy.16 of Th. l. c. (i A. D.):—other forms are λάθρα, h.Cer.240, E.Fr.1132.28; λαθρηδόν, AP7.202 (Anyt.); λαθρηδά, Luc.Cal.21; λαθρηδίς, Hdn.Gr.1.512 (-δως (sic), Cyr.).

Greek (Liddell-Scott)

λάθρῃ: ἢ λάθρη, Ἀττ. λάθρᾱͺ, ἐπίρρ. (√ΛΑΘ, λανθάνω)» - κρυφίως, ἠρέμα, ἡσύχως, ἐπὶ παρανόνων ἢ κρυφίων ἐρώτων, ὁ δέ οἱ παρελέξατο λάθρῃ Ἰλ. Β. 515· ἀνήρ, ὃς ἐμίσγετο λάθρῃ Ὀδ. Ο. 430· ἐμέ... λάθρῃ κτείναντες, προδοτικῶς, Ρ. 80· ἀλλά τε λάθρῃ γαῖα βαρύνεται, ἀνεπαισθήτως, Ἰλ. Τ. 165· οὕτω παρ’ Ἀττ., Σοφ. Αἴ. 1137, Ο. Τ. 386, Ἀριστοφ. Βάτρ. 746, Θουκ. 4. 39, κτλ. 2) μετὰ γεν., λάθρῃ τινός, ἐν ἀγνοίᾳ τινός, λάθρῃ Λαομέδοντος Ἰλ. Ε. 269· λάθρη τῶν ἄλλων στρατηγῶν Ἡρόδ. 8. 112, πρβλ. 9. 90, Σοφ. Ο. Τ. 787, Ο. Κ. 354, Ἀριστοφ. Σφ. 347. - Συνήθως φέρεται λάθρῃ, λάθρα· ἀλλ’ ἐπειδὴ εὑρίσκεται λάθραι (δηλ. λάθρᾳ) ἔν τισι τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφ. οἷον τὸ Λαυρ. τοῦ Σοφ., τὸν τύπον τοῦτον ἀποκατέστησαν οἱ νεώτατοι ἐκδόται παρὰ τοῖς Ἀττ. συγγραφεῦσι καὶ λάθρῃ παρ’ Ὁμ.· - ἕτεροι τύποι ὡσαύτως ὑπάρχουσι: λᾱθρηδόν, Ἀνθ. Π. 7. 202· λαθρηδά, Λουκ. περὶ Διαβολ. 21· λαθρηδίς, Ἰωάνν. Ἀλεξ. 38. 29, Θεόγνωστ. 163. 25· λαθρηιδίῃ, Χρησμ. Σιβ. 3. 139.

French (Bailly abrégé)

v. λάθρᾳ.

English (Autenrieth)

secretly, unbeknown, τινός, ‘to one’; ‘imperceptibly,’ Il. 19.165.

Greek Monotonic

λάθρῃ: Αττ. λάθρᾷ, επίρρ. (λᾰθεῖν),
1. μυστικά, κρυφά, παράνομα, ύπουλα, σε Όμηρ.· λάθρῃ γυῖα βαρύνεται, ανεπαίσθητα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, σε Αττ., Σοφ., κ.λπ.
2. με γεν., χωρίς τη γνώση κάποιου, εν αγνοία κάποιου, λάθρῃ Λαομέδοντος, σε Ομήρ. Ιλ.· λάθρῃ τῶν στρατηγῶν, σε Ηρόδ.· ομοίως, σε Αττ.

Russian (Dvoretsky)

λάθρῃ: или λάθρη adv. ион. = λάθρᾳ I и II.

Middle Liddell

[λᾰθεῖν]
1. secretly, covertly, by stealth, treacherously, Hom.; λάθρῃ γυῖα βαρύνεται imperceptibly, Il.; so in attic, Soph., etc.
2. c. gen. without the knowledge of, unknown to, λάθρῃ Λαομέδοντος Il.; λάθρῃ τῶν στρατηγῶν Hdt.; so in attic.