προσμειδιάω: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 3.61f.
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσμειδιάω''': μειδιῶ [[πρός]] τινα [[μετὰ]] τῆς ἐννοίας τοῦ ἐπιδοκιμάζω, Λατ. arrideo, τινι Πλούτ. 2. 23Α, 821F, κτλ.· ἀπολ., Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 7 καὶ 16.
|lstext='''προσμειδιάω''': μειδιῶ [[πρός]] τινα μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ ἐπιδοκιμάζω, Λατ. arrideo, τινι Πλούτ. 2. 23Α, 821F, κτλ.· ἀπολ., Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 7 καὶ 16.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:10, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσμειδιάω Medium diacritics: προσμειδιάω Low diacritics: προσμειδιάω Capitals: ΠΡΟΣΜΕΙΔΙΑΩ
Transliteration A: prosmeidiáō Transliteration B: prosmeidiaō Transliteration C: prosmeidiao Beta Code: prosmeidia/w

English (LSJ)

A smile upon, τινι Plu.2.821f, etc.; εὑρησιλογίαις ib. 28a; αὐτοῖς ἡ Τύχη -εμειδίασε Chor.Brum.6: abs., Luc.Merc.Cond.7, 16.

German (Pape)

[Seite 772] anlächeln, zulächeln, τινί, Luc. merc. cond. 7. 16; Plut., der auch verbindet ὄχλων ἀεὶ τῷ διδόντι προσμειδιώντων ἐφήμερόν τινα καὶ ἀβέβαιον δόξαν, reip. ger. praec. 29; vgl. Lob. Phryn. p. 463.

Greek (Liddell-Scott)

προσμειδιάω: μειδιῶ πρός τινα μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ ἐπιδοκιμάζω, Λατ. arrideo, τινι Πλούτ. 2. 23Α, 821F, κτλ.· ἀπολ., Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 7 καὶ 16.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
sourire à, τινι ; τινί τι faire à qqn la faveur de qch.
Étymologie: πρός, μειδιάω.

Greek Monotonic

προσμειδιάω: μέλ. -άσω [ᾱ], χαμογελώ σε κάποιον με την έννοια της επιδοκιμασίας, Λατ. arrideo, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

προσμειδιάω: улыбаться, обращаться с улыбкой (τινι Plut., Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-μειδιάω toelachen.

Middle Liddell

fut. άσω
to smile upon, with a sense of approving, Lat. arrideo, Luc.