συνταλαιπωρέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συντᾰλαιπωρέω''': ταλαιπωροῦμαι μετά τινος, [[μετέχω]] τῆς ταλαιπωρίας τινός, τοῖς γὰρ ἐμπείροις βροτῶν μόνοις οἷόν τε συνταλαιπωρεῖν τάδε Σοφ. Ο. Κ. 1136· χἠμεῖς γε [[μετὰ]] σοῦ ξυνταλαιπωρήσομεν Ἀριστοφ. Λυσ. 1221· ξυνταλαιπωρέει ἡ ἀρτηρίη τῷ στομάχῳ, συμπάσχει μετ’ [[αὐτοῦ]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 2.
|lstext='''συντᾰλαιπωρέω''': ταλαιπωροῦμαι μετά τινος, [[μετέχω]] τῆς ταλαιπωρίας τινός, τοῖς γὰρ ἐμπείροις βροτῶν μόνοις οἷόν τε συνταλαιπωρεῖν τάδε Σοφ. Ο. Κ. 1136· χἠμεῖς γε μετὰ σοῦ ξυνταλαιπωρήσομεν Ἀριστοφ. Λυσ. 1221· ξυνταλαιπωρέει ἡ ἀρτηρίη τῷ στομάχῳ, συμπάσχει μετ’ [[αὐτοῦ]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 2.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:21, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντᾰλαιπωρέω Medium diacritics: συνταλαιπωρέω Low diacritics: συνταλαιπωρέω Capitals: ΣΥΝΤΑΛΑΙΠΩΡΕΩ
Transliteration A: syntalaipōréō Transliteration B: syntalaipōreō Transliteration C: syntalaiporeo Beta Code: suntalaipwre/w

English (LSJ)

A endure hardships together, share in misery, τάδε S.OC1136; ξ. μετά τινος Ar.Lys.1221; ξ. ἡ ἀρτηρίη τῷ στομάχῳ suffers or sympathizes with it, Aret.SA2.2. II Med., collaborate with, c. dat., Ruf.Fr.72.

Greek (Liddell-Scott)

συντᾰλαιπωρέω: ταλαιπωροῦμαι μετά τινος, μετέχω τῆς ταλαιπωρίας τινός, τοῖς γὰρ ἐμπείροις βροτῶν μόνοις οἷόν τε συνταλαιπωρεῖν τάδε Σοφ. Ο. Κ. 1136· χἠμεῖς γε μετὰ σοῦ ξυνταλαιπωρήσομεν Ἀριστοφ. Λυσ. 1221· ξυνταλαιπωρέει ἡ ἀρτηρίη τῷ στομάχῳ, συμπάσχει μετ’ αὐτοῦ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
compatir au malheur de qqn.
Étymologie: σύν, ταλαιπωρέω.

Greek Monotonic

συντᾰλαιπωρέω: μέλ. -ήσω, υπομένω τις δυσκολίες από κοινού, μοιράζομαι τα βάσανα κάποιου, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

συντᾰλαιπωρέω:
1) вместе страдать (μετά τινος Arph.);
2) сострадать, соболезновать (τινί τι Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντᾰλαιπωρέω [σύν, ταλαιπωρέω] samen zich aftobben.

Middle Liddell

fut. ήσω
to endure hardships together, share in misery, Soph.