ἀμβλήδην: Difference between revisions
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμβλήδην''': ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀναβλήδην, [[ὅπερ]] δέν ἀπαντᾷ: (ἀναβάλλομαι) : - | |lstext='''ἀμβλήδην''': ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀναβλήδην, [[ὅπερ]] δέν ἀπαντᾷ: (ἀναβάλλομαι) : - μετὰ αἰφνιδίων ἐκρήξεων, ἀθρόως, ἀμβλ. γόοωσα, Ἰλ. Χ. 476: πρβλ. [[ἀμβολάδην]]. ΙΙ. βραδέως, Ἄρατ. 1070. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:40, 20 April 2021
English (LSJ)
Adv., poet. for ἀναβλήδην (q. v.):—A with sudden bursts, ἀ. γοόωσα Il.22.476.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλήδην: ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀναβλήδην, ὅπερ δέν ἀπαντᾷ: (ἀναβάλλομαι) : - μετὰ αἰφνιδίων ἐκρήξεων, ἀθρόως, ἀμβλ. γόοωσα, Ἰλ. Χ. 476: πρβλ. ἀμβολάδην. ΙΙ. βραδέως, Ἄρατ. 1070.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἀναβλήδην.
English (Autenrieth)
(ἀναβάλλω): adv., with deep-fetched breath (= ἀμβολάδην), deeply, γοόωσα, Il. 22.476†. According to others, as prelude (ἀναβάλλομαι), at first.
Greek Monotonic
ἀμβλήδην: επίρρ. ποιητ. αντί ἀναβλήδην (ἀναβάλλομαι), με αιφνίδιες εκρήξεις, ἀμβλ. γοόωσα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμβλήδην: [ἀναβάλλομαι] adv. внезапно, сразу: ἀ. γοόωσα Hom. разразившись рыданиями.
Middle Liddell
poet. for ἀναβλήδην; ἀναβάλλομαι]
with sudden bursts, ἀμβλ. γοόωσα Il.