ἀποδίομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
(1a)
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδίομαι''': ἀποθ., ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἀποδιώκω]], αἴ κεν Ἄρηα... μάχης ἐξ ἀποδίωμαι ([[μετὰ]] ᾱ ἐν ἄρσει) Ἰλ. Ε. 763.
|lstext='''ἀποδίομαι''': ἀποθ., ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἀποδιώκω]], αἴ κεν Ἄρηα... μάχης ἐξ ἀποδίωμαι (μετὰ ᾱ ἐν ἄρσει) Ἰλ. Ε. 763.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:41, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδίομαι Medium diacritics: ἀποδίομαι Low diacritics: αποδίομαι Capitals: ΑΠΟΔΙΟΜΑΙ
Transliteration A: apodíomai Transliteration B: apodiomai Transliteration C: apodiomai Beta Code: a)podi/omai

English (LSJ)

poet. for ἀποδιώκω, αἴ κεν Ἄρηα . . μάχης ἐξ ἀποδίωμαι (with ᾱ metri gr.) Il.5.763.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδίομαι: ἀποθ., ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀποδιώκω, αἴ κεν Ἄρηα... μάχης ἐξ ἀποδίωμαι (μετὰ ᾱ ἐν ἄρσει) Ἰλ. Ε. 763.

French (Bailly abrégé)

sbj. ἀποδίωμαι;
repousser.
Étymologie: ἀπό, *δίομαι.

English (Autenrieth)

see ἐξαποδίομαι.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾱ- metri causa]
arrojar αἴ κεν Ἄρηα ... μάχης ἐξ ἀποδίωμαι Il.5.763.

Greek Monolingual

ἀποδίομαι (Α) δίομαι
αποδιώκω.

Greek Monotonic

ἀποδίομαι: αποθ., ἀποδιώκω, μόνον σε ενεστ., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδίομαι: отгонять, прогонять Hom.

Middle Liddell

= ἀποδιώκω, only in pres., Il.