ἀποδίομαι: Difference between revisions
From LSJ
(1a) |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποδίομαι''': ἀποθ., ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἀποδιώκω]], αἴ κεν Ἄρηα... μάχης ἐξ ἀποδίωμαι ( | |lstext='''ἀποδίομαι''': ἀποθ., ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἀποδιώκω]], αἴ κεν Ἄρηα... μάχης ἐξ ἀποδίωμαι (μετὰ ᾱ ἐν ἄρσει) Ἰλ. Ε. 763. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:41, 20 April 2021
English (LSJ)
poet. for ἀποδιώκω, αἴ κεν Ἄρηα . . μάχης ἐξ ἀποδίωμαι (with ᾱ metri gr.) Il.5.763.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδίομαι: ἀποθ., ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀποδιώκω, αἴ κεν Ἄρηα... μάχης ἐξ ἀποδίωμαι (μετὰ ᾱ ἐν ἄρσει) Ἰλ. Ε. 763.
French (Bailly abrégé)
sbj. ἀποδίωμαι;
repousser.
Étymologie: ἀπό, *δίομαι.
English (Autenrieth)
see ἐξαποδίομαι.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾱ- metri causa]
arrojar αἴ κεν Ἄρηα ... μάχης ἐξ ἀποδίωμαι Il.5.763.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀποδίομαι: αποθ., ἀποδιώκω, μόνον σε ενεστ., σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδίομαι: отгонять, прогонять Hom.
Middle Liddell
= ἀποδιώκω, only in pres., Il.