ἐπαφάω: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπᾰφάω''': (ἴδε ἀφάω), [[ἐπιψαύω]], [[Ἑκαταῖος]] 360, Αἰσχύλ. Πρ. 849, Ποιητ. παρὰ τῷ Σχολ. Σοφ. Ο. Κ. 1375, Πλάτ. Κρατ. 404D· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Μέσῳ, ἀπολ., Ἱππ. 661. 25· [[μετὰ]] γεν., χειρὶ ἐπ. τινὸς Μόσχ. 2. 50· κιθάρης Ἀνθ. Π. 5. 222· μουσικῆς Ἀλκίφρ. 3. 12· μετ’ αἰτ., παλάμῃ κρᾶτ’ ἐπαφησάμενος Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 562. 8.
|lstext='''ἐπᾰφάω''': (ἴδε ἀφάω), [[ἐπιψαύω]], [[Ἑκαταῖος]] 360, Αἰσχύλ. Πρ. 849, Ποιητ. παρὰ τῷ Σχολ. Σοφ. Ο. Κ. 1375, Πλάτ. Κρατ. 404D· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Μέσῳ, ἀπολ., Ἱππ. 661. 25· μετὰ γεν., χειρὶ ἐπ. τινὸς Μόσχ. 2. 50· κιθάρης Ἀνθ. Π. 5. 222· μουσικῆς Ἀλκίφρ. 3. 12· μετ’ αἰτ., παλάμῃ κρᾶτ’ ἐπαφησάμενος Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 562. 8.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:05, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰφάω Medium diacritics: ἐπαφάω Low diacritics: επαφάω Capitals: ΕΠΑΦΑΩ
Transliteration A: epapháō Transliteration B: epaphaō Transliteration C: epafao Beta Code: e)pafa/w

English (LSJ)

(v. ἁφάω), A touch on the surface, touch lightly, Hecat.22 J., A.Pr.849, Trag.Adesp.458.7, Pl.Cra.404d:—also in Med., abs., τῷ δακτύλῳ Hp. Mul.2.165: c. gen., ἐ. χερσί τινος Mosch.2.50; κιθάρης AP5.221.1 (Agath.); μουσικῆς Alciphr.3.12: c. acc., παλάμῃ κρᾶτ' ἐπαφησάμενος IG14.2123.

German (Pape)

[Seite 907] berühren; Aesch. Prom. 951; Hecat. bei Schol. Il. 15, 302; τὸ ἐφαπτόμενον καὶ ἐπαφῶν Plat. Crat. 404 d. – Gew. med.; Hippocr.; Agath. 10 (V, 222); χειρί τινος, liebkosend streicheln, Mosch. 2, 50; übertr., μουσικῆς Alciphr. 3, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰφάω: (ἴδε ἀφάω), ἐπιψαύω, Ἑκαταῖος 360, Αἰσχύλ. Πρ. 849, Ποιητ. παρὰ τῷ Σχολ. Σοφ. Ο. Κ. 1375, Πλάτ. Κρατ. 404D· - ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσῳ, ἀπολ., Ἱππ. 661. 25· μετὰ γεν., χειρὶ ἐπ. τινὸς Μόσχ. 2. 50· κιθάρης Ἀνθ. Π. 5. 222· μουσικῆς Ἀλκίφρ. 3. 12· μετ’ αἰτ., παλάμῃ κρᾶτ’ ἐπαφησάμενος Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 562. 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
toucher à la surface, tâter, effleurer.
Étymologie: ἐπαφή.

Greek Monotonic

ἐπᾰφάω: (βλ. ἀφάω), αγγίζω στην επιφάνεια, αγγίζω ελαφρά, ψηλαφίζω, χαϊδεύω, σε Αισχύλ. — Μέσ., με γεν., σε Μόσχ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰφάω: прикасаться, притрагиваться (χειρί Aesch.; τὸ ἐφαπτόμενον καὶ ἐπαφῶν Plat.; med. κιθάρης Anth.).

Middle Liddell

[ϝ. ἀφάω]
to touch on the surface, stroke, Aesch.:—Mid., c. gen., Mosch.