ὑπεκκλίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεκκλίνω''': [ῑ], [[ἐκκλίνω]] κατὰ [[μέρος]], [[ἐκφεύγω]], [[διαφεύγω]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 273· μετ’ αἰτ., ἐκτρέπομαι, [[ἀποφεύγω]], Πλουτ. Κάμιλλ. 18· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., Βυζ.
|lstext='''ὑπεκκλίνω''': [ῑ], [[ἐκκλίνω]] κατὰ [[μέρος]], [[ἐκφεύγω]], [[διαφεύγω]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 273· μετ’ αἰτ., ἐκτρέπομαι, [[ἀποφεύγω]], Πλουτ. Κάμιλλ. 18· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., Βυζ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:10, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκκλίνω Medium diacritics: ὑπεκκλίνω Low diacritics: υπεκκλίνω Capitals: ΥΠΕΚΚΛΙΝΩ
Transliteration A: hypekklínō Transliteration B: hypekklinō Transliteration C: ypekklino Beta Code: u(pekkli/nw

English (LSJ)

[ῑ], A bend aside, escape, Ar.Eq.272 (troch.): c. acc., shun, avoid, Plu.Cam.18.

German (Pape)

[Seite 1186] ausbiegen, ausweichen; Ar. Equ. 272; τί, Plut. Camill. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκκλίνω: [ῑ], ἐκκλίνω κατὰ μέρος, ἐκφεύγω, διαφεύγω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 273· μετ’ αἰτ., ἐκτρέπομαι, ἀποφεύγω, Πλουτ. Κάμιλλ. 18· ὡσαύτως μετὰ γεν., Βυζ.

French (Bailly abrégé)

esquiver en se détournant un peu, éviter.
Étymologie: ὑπό, ἐκκλίνω.

Greek Monolingual

Α
1. εκφεύγω, διαφεύγω
2. (με αιτ.) αποφεύγω («τὸ δὲ δεξιὸν ὑπεκκλίναν τὴν ἐπιφοραν ἐκ τοῦ πεδίου πρὸς τοὺς λόφους ἧττον ἐξεκόπη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκλίνω «γέρνω προς τα έξω, απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποφεύγω»].

Greek Monotonic

ὑπεκκλίνω: [ῑ], -εκκλῐνῶ, κλίνω, γέρνω στο πλάι, δραπετεύω, διαφεύγω, σε Αριστοφ.· με αιτ., εκτρέπομαι, αποφεύγω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκκλίνω: (ῑ) отклоняться, увертываться Arph.: ὑ. τὴν ἐπιφορὰν πρὸς τοὺς λόφους Plut. отходить под натиском (противника) к холмам.

Middle Liddell

-εκκλῐνῶ
to bend aside, escape, Ar.: c. acc. to shun, avoid, Plut.