ὑπερισχύω: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερισχύω''': [ῡ], εἶμαι [[ὑπερβαλλόντως]] [[ἰσχυρός]], πῦρ Θεοφρ. π. Πυρὸς 10 ὁ [[λόγος]] Ἑβδ. (Β΄ Βασ. κεφ. ΚΔ΄, 4)· [[οἶνος]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 2· ― ἐπὶ δένδρων, ὀργῶ ζωηρότατα πρὸς βλάστησιν, [[βλαστάνω]] ζωηρότατα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 2. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν., εἶμαι ἰσχυρότερός τινος, ἐπικρατῶ, ὑπερνικῶ, τοῦ πάθους Ἰώσηπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 1. 29, 4, πρβλ. Ἑβδ. (Δαν. ΙΑ΄, 23).
|lstext='''ὑπερισχύω''': [ῡ], εἶμαι [[ὑπερβαλλόντως]] [[ἰσχυρός]], πῦρ Θεοφρ. π. Πυρὸς 10 ὁ [[λόγος]] Ἑβδ. (Β΄ Βασ. κεφ. ΚΔ΄, 4)· [[οἶνος]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 2· ― ἐπὶ δένδρων, ὀργῶ ζωηρότατα πρὸς βλάστησιν, [[βλαστάνω]] ζωηρότατα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 2. ΙΙ. μετὰ γεν., εἶμαι ἰσχυρότερός τινος, ἐπικρατῶ, ὑπερνικῶ, τοῦ πάθους Ἰώσηπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 1. 29, 4, πρβλ. Ἑβδ. (Δαν. ΙΑ΄, 23).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπερισχύω]] ΝΑ [[ἰσχύω]]<br />[[είμαι]] ή αναδεικνύομαι [[πανίσχυρος]], [[επικρατώ]], [[υπερνικώ]], επιβάλλομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φωτιά]]) έχω υπέρμετρη [[ένταση]]<br /><b>2.</b> (για δέντρα) [[είμαι]] εξαιρετικά [[γόνιμος]], [[παραγωγικός]].
|mltxt=[[ὑπερισχύω]] ΝΑ [[ἰσχύω]]<br />[[είμαι]] ή αναδεικνύομαι [[πανίσχυρος]], [[επικρατώ]], [[υπερνικώ]], επιβάλλομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φωτιά]]) έχω υπέρμετρη [[ένταση]]<br /><b>2.</b> (για δέντρα) [[είμαι]] εξαιρετικά [[γόνιμος]], [[παραγωγικός]].
}}
}}

Revision as of 13:16, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερισχύω Medium diacritics: ὑπερισχύω Low diacritics: υπερισχύω Capitals: ΥΠΕΡΙΣΧΥΩ
Transliteration A: hyperischýō Transliteration B: hyperischyō Transliteration C: yperischyo Beta Code: u(perisxu/w

English (LSJ)

[ῡ], A to be exceedingly strong, of fire, Thphr.Ign.10; ὁ λόγος LXX 2 Ki.24.4; οἶνος ib.qEs.3.10, cf. 4.41; of trees, to be too luxuriant, Thphr.CP3.18.2. 2 of persons, to be overbearing, Sammelb. 4638.6 (ii B. C.). II c. gen., to be stronger than, prevail over, τοῦ πάθους J.BJ1.29.4, cf. LXX Jo.17.18: also c. acc., PPetr.2p.58 (iii B. C., cf. 3p.66), PRyl.119.30 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 1197] überaus stark, fest sein, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερισχύω: [ῡ], εἶμαι ὑπερβαλλόντως ἰσχυρός, πῦρ Θεοφρ. π. Πυρὸς 10 ὁ λόγος Ἑβδ. (Β΄ Βασ. κεφ. ΚΔ΄, 4)· οἶνος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 2· ― ἐπὶ δένδρων, ὀργῶ ζωηρότατα πρὸς βλάστησιν, βλαστάνω ζωηρότατα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 2. ΙΙ. μετὰ γεν., εἶμαι ἰσχυρότερός τινος, ἐπικρατῶ, ὑπερνικῶ, τοῦ πάθους Ἰώσηπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 1. 29, 4, πρβλ. Ἑβδ. (Δαν. ΙΑ΄, 23).

Greek Monolingual

ὑπερισχύω ΝΑ ἰσχύω
είμαι ή αναδεικνύομαι πανίσχυρος, επικρατώ, υπερνικώ, επιβάλλομαι
αρχ.
1. (για φωτιά) έχω υπέρμετρη ένταση
2. (για δέντρα) είμαι εξαιρετικά γόνιμος, παραγωγικός.