πεδαωριστής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - " ;" to ";")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pedaoristis
|Transliteration C=pedaoristis
|Beta Code=pedawristh/s
|Beta Code=pedawristh/s
|Definition=οῦ, ὁ, Aeol. or Dor. for [[ἵππος]] [[φρυαγματίας]], [[μετεωριστής]], Hsch. (fort. [[πεδαοριστής]]). [[πεδεινός]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[πεδιεινός]]. [[πεδέπω]], Aeol. = [[μεθέπω]] ([[quod vide|q.v.]]). [[πεδέρχομαι]], v. [[μετέρχομαι]] ''III'', IV. <span class="bibl">5</span> : aor. imper. [[πέδελθε]], = [[ἱκέτευσον]], Id. ; subj. [[πεδέλθῃ]], = [[ἱκετεύῃ]], Id. (prob.). [[πέδευρα]]· [[ὕστερα]] (Lacon.), Id., and [[πέδευρον]]· [[ὕστερον]], [[πάλιν]], [[ὀπίσω]] (Lacon.), Id.</span>
|Definition=οῦ, ὁ, Aeol. or Dor. for [[ἵππος]] [[φρυαγματίας]], [[μετεωριστής]], Hsch. (fort. [[πεδαοριστής]]). [[πεδεινός]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[πεδιεινός]]. [[πεδέπω]], Aeol. = [[μεθέπω]] ([[quod vide|q.v.]]). [[πεδέρχομαι]], v. [[μετέρχομαι]] ''III'', IV. <span class="bibl">5</span> : aor. imper. [[πέδελθε]], = [[ἱκέτευσον]], Id.; subj. [[πεδέλθῃ]], = [[ἱκετεύῃ]], Id. (prob.). [[πέδευρα]]· [[ὕστερα]] (Lacon.), Id., and [[πέδευρον]]· [[ὕστερον]], [[πάλιν]], [[ὀπίσω]] (Lacon.), Id.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:55, 23 May 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδᾱωριστής Medium diacritics: πεδαωριστής Low diacritics: πεδαωριστής Capitals: ΠΕΔΑΩΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: pedaōristḗs Transliteration B: pedaōristēs Transliteration C: pedaoristis Beta Code: pedawristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, Aeol. or Dor. for ἵππος φρυαγματίας, μετεωριστής, Hsch. (fort. πεδαοριστής). πεδεινός, A v. πεδιεινός. πεδέπω, Aeol. = μεθέπω (q.v.). πεδέρχομαι, v. μετέρχομαι III, IV. 5 : aor. imper. πέδελθε, = ἱκέτευσον, Id.; subj. πεδέλθῃ, = ἱκετεύῃ, Id. (prob.). πέδευρα· ὕστερα (Lacon.), Id., and πέδευρον· ὕστερον, πάλιν, ὀπίσω (Lacon.), Id.

German (Pape)

[Seite 540] ὁ, dor. statt μετεωριστής, ἵππος, ein sich bäumendes Pferd, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πεδᾱωριστής: -οῦ, ὁ, Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μετεωριστής, Ἡσύχ. (ἔνθα πεδαοριστής : «πεδαοριστής· ἵππος φρυ(α)γματίας καὶ μετεωριστής»). Τὸ ἐπίθετ. πεδωριστὸς κατὰ διόρθωσιν τοῦ Tyrwh. ἐν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 17 (Ἀνθ. Π. 9. 600), τοὶ Συρακόσσαις ἐνίδρυνται πεδωρισταὶ πόλει [Ἀντίγραφα πελωρὶ σταῖ] πόλει.

Greek Monolingual

και πεδωριστής και πιθ. τ. πεδαοριστής, ὁ, Α
(αιολ. ή δωρ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) ίππος που πηδά με υπερηφάνεια, μετεωριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. ή δωρ. τ. του μετεωριστής με αντικατάσταση του μετά από πεδά].