φοιταλιώτης: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=foitaliotis | |Transliteration C=foitaliotis | ||
|Beta Code=foitaliw/ths | |Beta Code=foitaliw/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, | |Definition=ου, ὁ, [[epithet]] of Bacchus, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the maddener]], AP9.524.22.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:35, 23 May 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, epithet of Bacchus, A the maddener, AP9.524.22.
German (Pape)
[Seite 1297] ὁ, Beiwort des Bacchus, der Herumschweifende, Hymn. (IX, 524).
Greek (Liddell-Scott)
φοιτᾰλιώτης: -ου, ὁ, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, ὁ περιφερόμενος τῇδε κἀκεῖσε, περιπλανώμενος, Ἀνθ. Π. 9. 524.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le dieu agité ou vagabond (ép. de Dionysos).
Étymologie: φοιτάω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Βάκχου) αυτός που σαν τρελός περιφέρεται εδώ κι εκεί, φοιταλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιταλέος + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. νησ-ιώτης)].
Greek Monotonic
φοιτᾰλιώτης: -ου, ὁ, λέγεται για το Βάκχο, περιπλανώμενος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φοιτᾰλιώτης: ου adj. блуждающий, странствующий (эпитет Диониса) Anth.
Middle Liddell
φοιτᾰλιώτης, ου, ὁ,
of Bacchus, the roamer, Anth.