γαμέτης: Difference between revisions
Τί γὰρ γένοιτ᾽ ἂν ἕλκος μεῖζον ἢ φίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(γᾰμέτης) -ου, ὁ | |dgtxt=(γᾰμέτης) -ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. γαμέτας A.<i>Pr</i>.897, E.<i>Supp</i>.998, <i>Tr</i>.311, Call.<i>Fr</i>.228.12<br /><b class="num">1</b> [[esposo]], [[marido]] A.l.c., E.ll.cc., X.<i>Cyr</i>.4.6.3, Call.l.c., Euph.133.3, Plu.<i>Cat.Ma</i>.20, <i>PNess</i>.18.17 (VI a.C.), <i>PLond</i>.1711.53 (VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> de anim. [[el macho]], Ael.<i>VH</i> 3.42, <i>NA</i> 2.10. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:30, 20 July 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A husband, spouse, A.Pr.897 (lyr.), E.Tr.311 (lyr.), Euph.107.3; poet. word used by X.Cyr.4.6.3, and late, PLond.5.1711.53 (vi A. D.); Dor. gen. γαμέτα E.Supp.998 (lyr.):— fem. γᾰμέτις, ιδος, a wife, dub. in AP5.179 (Mel.), cf. IPE2.298.10 (Panticapaeum).
German (Pape)
[Seite 472] ὁ, Gatte, Aesch. Prom. 897; Eur. Tr. 312 u. öfter; Prosa, Xen. Cyr. 4, 6, 3.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰμέτης: -ου, ὁ, ἀνήρ, σύζυγος, Αἰσχύλ. Πρ. 896. Εὐρ. Τρῳ. 312· ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Ξενοφ. Κύρ. 4. 6, 3· Δωρ. γεν. γαμέτα, Εὐρ. Ἱκέτ. 998·― θηλ. γᾰμέτις, ιδος, σύζυγος, Ἀνθ. Π. 5. 180.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
époux, mari.
Étymologie: γαμέω.
Syn. ἀκοίτης.
Spanish (DGE)
(γᾰμέτης) -ου, ὁ
• Alolema(s): dór. γαμέτας A.Pr.897, E.Supp.998, Tr.311, Call.Fr.228.12
1 esposo, marido A.l.c., E.ll.cc., X.Cyr.4.6.3, Call.l.c., Euph.133.3, Plu.Cat.Ma.20, PNess.18.17 (VI a.C.), PLond.1711.53 (VI d.C.).
2 de anim. el macho, Ael.VH 3.42, NA 2.10.
Greek Monolingual
ο (Α γαμέτης, ο, θηλ. γαμέτις, -ιδος, η)
νεοελλ.
βιολ. καθένα από τα ειδικά κύτταρα με τη συγχώνευση τών οποίων επιτελείται η αμφιγονική αναπαραγωγή τών ζώντων οργανισμών (γονιμοποίηση)
αρχ.
σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. γαμέτης < γαμετή
γαμέτις < γαμέτης.
Greek Monotonic
γᾰμέτης: -ου, ὁ (γαμέω), σύζυγος, σύντροφος, σε Αισχύλ., Ευρ.· Δωρ. γεν. γαμέτα, στον ίδ.· θηλ. γᾰμέτις, -ιδος, η σύζυγος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γᾰμέτης: ου, дор. α ὁ муж, супруг Aesch., Eur., Xen.
Middle Liddell
γαμέω
a husband, spouse, Aesch., Eur.; doric gen. γαμέτα, Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαμέτης -ου, ὁ γαμέω Dor. gen. sing. -έτα, getrouwde man, echtgenoot.