δασύκερκος: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δᾰσύκερκος) -ον | |dgtxt=(δᾰσύκερκος) -ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br />[[de cola peluda]] ἀλώπεκες Theoc.5.112, glos. a θυσάνουρος Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:40, 20 July 2021
English (LSJ)
ον, A bushy-tailed, ἀλώπηξ Theoc.5.112.
German (Pape)
[Seite 524] ἀλώπηξ, rauchschwänzig, Theocr. 5, 112.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσύκερκος: -ον, ὁ ἔχων δασεῖαν ἢ πυκνότριχα τὴν οὐράν, ἀλώπηξ Θεόκρ. 112.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la queue velue.
Étymologie: δασύς, κέρκος.
Spanish (DGE)
(δᾰσύκερκος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de cola peluda ἀλώπεκες Theoc.5.112, glos. a θυσάνουρος Hsch.
Greek Monolingual
δασύκερκος, -ον (AM)
(για την αλεπού) με φουντωτή ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + κέρκος «η ουρά»].
Greek Monotonic
δᾰσύκερκος: -ον, αυτός που έχει φουντωτή ουρά· ἀλώπηξ, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
δᾰσύκερκος: с мохнатым или пушистым хвостом (ἀλωπηξ Theocr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δασύκερκος -ον [δασύς, κέρκος] met ruige staart.