ἀτονία: Difference between revisions
ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -ίη Hp.<i>Aër</i>.20<br /><b class="num">1</b> en sent. fís. [[flojedad]], [[falta de vigor]], [[debilidad]] οὐ γὰρ δύνανται τοῖς τόξοις ξυντείνειν ... ὑπὸ ὑγρότητος καὶ ἀτονίης Hp.l.c., ἰν(ῶ)ν (ἀ)τονίαν Phld.<i>Acad.Ind</i>.76, ὑπὸ γὰρ ἀσθενείας καὶ ἀτονίας οὐδὲ ἀφικνεῖται τὰ βέλη αὐτοῖς πρὸς τὸν σκοπόν Luc.<i>Nigr</i>.36, στομάχου Dsc.1.22, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>op. εὐτονία [[falta de tensión]] entre los estoicos ref. tanto al cuerpo como al alma (cf. 2) καθάπερ γὰρ καὶ ἐπὶ τοῦ σώματος θεωρεῖται ἰσχύς τε καὶ [[ἀσθένεια]], εὐτονία καὶ ἀ. Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.120, cf. 121<br /><b class="num">•</b>[[impotencia]] sexual ἐπεὶ οὐκ εὖ διέκειτο πρὸς τὰ ἀφροδισία ... δι' ἀτονίαν Eust.1680.4<br /><b class="num">•</b>[[falta de resistencia]] καὶ οὐκ ἀντέχει τῶν ξύλων ἡ ἀ. πρὸς τὴν τοῦ [[βάρος]] προσβολὴν ὑποκλάζουσα Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.110.11<br /><b class="num">•</b>[[poca fuerza]] (τοῦ ὕδατος) cuando lleva poco caudal, Gr.Nyss.<i>Virg</i>.280.15.<br /><b class="num">2</b> en sent. moral [[debilidad]], [[falta de firmeza]] οὐ μαχόμεθα τοῖς ἔθισμα καὶ οὐ τὴν ἀτονίαν ἔχουσιν Epicur.<i>Fr</i>.[34.23] 7, ἀ. ψυχῆς Plu.2.535d, cf. Chrysipp.ll.cc. (cf. 1), del que cae en la herejía ὑπὸ ἀτονίας καὶ μικροψυχίας Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.6.40, op. τόνος ‘enervamiento’, Arr.<i>Epict</i>.2.15.4<br /><b class="num">•</b>[[falta de fuerza]] en ret. [[torpeza]] de un orador, Hermog.<i>Inu</i>.4.3, ἀ. τῆς ἑρμηνευτικῆς δυνάμεως Gr.Nyss.<i>Apoll</i>.147.17, de un razonamiento διὰ τὴν ἀσθένειαν καὶ ἀτονίαν τοῦ λογισμοῦ Nil.M.79.161B. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:40, 20 July 2021
English (LSJ)
ἡ, A slackness, enervation, debility, Hp.Aër.20; laziness, Epicur.Nat.54 G.; ψυχῆς Plu.2.535d; ἀσθένεια καὶ ἀ. Luc.Nigr.36; ἰνῶν ἀ. καὶ τρόμος Phld.Acad.Ind.p.76M.; as Stoic term, lack of τόνος (q.v.), Chrysipp.Stoic.3.120,123, Arr.Epict. 2.15.4, etc.; in oratory, lack of vigour in delivery, Hermog.Inv.4.
German (Pape)
[Seite 387] ἡ, Abspannung, Mattigkeit, Plut. de vit. pud. 18; = ἀσθένεια Luc. Nigr. 36.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτονία: ἡ, ἔκλυσις, χαλάρωσις τῶν δυνάμεων, ἀδυναμία, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, Πλούτ. 2. 535D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
relâchement, affaiblissement, langueur.
Étymologie: ἄτονος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Hp.Aër.20
1 en sent. fís. flojedad, falta de vigor, debilidad οὐ γὰρ δύνανται τοῖς τόξοις ξυντείνειν ... ὑπὸ ὑγρότητος καὶ ἀτονίης Hp.l.c., ἰν(ῶ)ν (ἀ)τονίαν Phld.Acad.Ind.76, ὑπὸ γὰρ ἀσθενείας καὶ ἀτονίας οὐδὲ ἀφικνεῖται τὰ βέλη αὐτοῖς πρὸς τὸν σκοπόν Luc.Nigr.36, στομάχου Dsc.1.22, cf. Hsch.
•op. εὐτονία falta de tensión entre los estoicos ref. tanto al cuerpo como al alma (cf. 2) καθάπερ γὰρ καὶ ἐπὶ τοῦ σώματος θεωρεῖται ἰσχύς τε καὶ ἀσθένεια, εὐτονία καὶ ἀ. Chrysipp.Stoic.3.120, cf. 121
•impotencia sexual ἐπεὶ οὐκ εὖ διέκειτο πρὸς τὰ ἀφροδισία ... δι' ἀτονίαν Eust.1680.4
•falta de resistencia καὶ οὐκ ἀντέχει τῶν ξύλων ἡ ἀ. πρὸς τὴν τοῦ βάρος προσβολὴν ὑποκλάζουσα Gr.Nyss.Hom.in Cant.110.11
•poca fuerza (τοῦ ὕδατος) cuando lleva poco caudal, Gr.Nyss.Virg.280.15.
2 en sent. moral debilidad, falta de firmeza οὐ μαχόμεθα τοῖς ἔθισμα καὶ οὐ τὴν ἀτονίαν ἔχουσιν Epicur.Fr.[34.23] 7, ἀ. ψυχῆς Plu.2.535d, cf. Chrysipp.ll.cc. (cf. 1), del que cae en la herejía ὑπὸ ἀτονίας καὶ μικροψυχίας Gr.Nyss.Eun.3.6.40, op. τόνος ‘enervamiento’, Arr.Epict.2.15.4
•falta de fuerza en ret. torpeza de un orador, Hermog.Inu.4.3, ἀ. τῆς ἑρμηνευτικῆς δυνάμεως Gr.Nyss.Apoll.147.17, de un razonamiento διὰ τὴν ἀσθένειαν καὶ ἀτονίαν τοῦ λογισμοῦ Nil.M.79.161B.
Greek Monolingual
η (AM ἀτονία) άτονος
καταβολή των δυνάμεων σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις
νεοελλ.
1. χαλάρωση, εξασθένηση
2. έλλειψη ή ελάττωση του τόνου ενός ιστού και συχνότερα της συστολικής δύναμης ενός μυώδους οργάνου («ατονία της μήτρας»).
Russian (Dvoretsky)
ἀτονία: ἡ расслабленность, вялость Plut., Luc.