ἀσύμβατος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀξύμ- Th.3.46<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no se puede juntar]], [[irreconciliable]] ἐχθρὸς ἀ. Ph.1.223, [[ἀντίθεσις]] ἀ. Plu.2.946e, εἰ γὰρ ἑκάτερον μένοι ὅ ἐστιν, ἀσύμβατα ἔσται Dam.<i>in Phlb</i>.46, cf. Procl.<i>Inst</i>.28, Dam.<i>Pr</i>.5<br /><b class="num">•</b>πολλὰ ἀσύμβατα ... εἰς ἕτερα hay muchas cosas discordantes respecto a otras</i> Gal.5.540<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. ἀσύμβατα μνησικακοῦντες guardando rencor en forma irreconciliable</i> Ph.2.520.<br /><b class="num">2</b> [[que no llega a un acuerdo]] ἀσύμβατον ποιησάμενοι κοινολογίαν Plb.15.9.1<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[falta de acuerdo]] Th.l.c.<br /><b class="num">3</b> medic. τρῶμα ἀ. herida que no se cierra</i> Aret.<i>CA</i> 2.2.9.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin acuerdo]] ἀσπόνδως καὶ ἀσυμβάτως ἔχοντες Ph.<i>Fr</i>.24, cf. Plu.<i>Cic</i>.46.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀξύμ- Th.3.46<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no se puede juntar]], [[irreconciliable]] ἐχθρὸς ἀ. Ph.1.223, [[ἀντίθεσις]] ἀ. Plu.2.946e, εἰ γὰρ ἑκάτερον μένοι ὅ ἐστιν, ἀσύμβατα ἔσται Dam.<i>in Phlb</i>.46, cf. Procl.<i>Inst</i>.28, Dam.<i>Pr</i>.5<br /><b class="num">•</b>πολλὰ ἀσύμβατα ... εἰς ἕτερα hay muchas cosas discordantes respecto a otras</i> Gal.5.540<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. ἀσύμβατα μνησικακοῦντες guardando rencor en forma irreconciliable</i> Ph.2.520.<br /><b class="num">2</b> [[que no llega a un acuerdo]] ἀσύμβατον ποιησάμενοι κοινολογίαν Plb.15.9.1<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[falta de acuerdo]] Th.l.c.<br /><b class="num">3</b> medic. τρῶμα ἀ. herida que no se cierra</i> Aret.<i>CA</i> 2.2.9.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin acuerdo]] ἀσπόνδως καὶ ἀσυμβάτως ἔχοντες Ph.<i>Fr</i>.24, cf. Plu.<i>Cic</i>.46.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:40, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύμβᾰτος Medium diacritics: ἀσύμβατος Low diacritics: ασύμβατος Capitals: ΑΣΥΜΒΑΤΟΣ
Transliteration A: asýmbatos Transliteration B: asymbatos Transliteration C: asymvatos Beta Code: a)su/mbatos

English (LSJ)

Att. ἀξ-, ον, A not coming to terms, τὸ ἀξ. Th.3.46; ἀ. ἐχθρός Ph.1.223; ἀντίθεσις ἀ. irreconcilable, Plu.2.946e, cf. Procl. Inst.28, Dam.Pr.5. Adv. -τως, ἔχειν to be irreconcilable, Ph.Fr.24 H., Plu.Cic.46: neut. Pl. as Adv., ἀσύμβατα μνησικακοῦντες Ph.2.520. 2 not comparable, disparate: εἰς ἕτερα ἀ. incongruous in other respects, Gal.5.540. 3 τραῦμα ἀ. wound that will not close up, heal, Aret.CA2.2. II Act., bringing no agreement, κοινολογία Plb.15.9.1.

German (Pape)

[Seite 380] unvereinbar, τὸ ἀσ., Abneigung gegen einen Vergleich, Thuc. 3, 46; κοινολογία, eine Unterhandlung, bei der man sich nicht einigen kann, Pol. 15, 9; τραῦμα, eine Wunde, die nicht zuheilen will, Med. – Adv. ἀσυμβάτως, ἔχειν, nicht einig werden können, Plut. Dio. 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύμβᾰτος: παλ. Ἀττ. ἀξύμβατος, ον, μὴ ἐρχόμενος εἰς συμβιβασμόν, ἀσυμβίβαστος, ἡμῖν τε πῶς οὐ βλάβη δαπανᾶν καθημένοις διὰ τὸ ἀξύμβατον..., διὰ τὸ μὴ συμβιβάζεσθαι, Θουκ. 3. 46· ἀσ. ἐχθρὸς Φίλων 1. 223· ἡ μὲν γὰρ κατὰ στέρησιν καὶ ἕξιν ἀντίθεσις, πολεμικὴ καὶ ἀσύμβατός ἐστι, ἀδιάλλακτος, Πλούτ. 2. 946Ε· - τραῦμα ἀσύμβατον, μὴ θεραπευόμενον, Ἀρετ. 97: - Ἐπίρρ. ἀσυμβάτως, Ἀντωνίου μὲν ἀσυμβάτως ἔχοντος, μὴ συνδιαλασσομένου, Πλουτ. Κικ. 46. ΙΙ. ἄνευ συμβιβαστικοῦ ἀποτελέσματος, Ἀννίβας καὶ Πόπλιος ἐχωρίσθησαν ἀξύμβατος ποιησάμενοι τὴν κοινολογίαν Πολύβ. 15. 9, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne peut se réunir ; fig. qui ne peut s’accorder, qui ne se prête à aucun accommodement, irréconciliable ; τὸ ἀσύμβατον THC dispositions irréconciliables.
Étymologie: ἀ, συμβαίνω.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀξύμ- Th.3.46
I 1que no se puede juntar, irreconciliable ἐχθρὸς ἀ. Ph.1.223, ἀντίθεσις ἀ. Plu.2.946e, εἰ γὰρ ἑκάτερον μένοι ὅ ἐστιν, ἀσύμβατα ἔσται Dam.in Phlb.46, cf. Procl.Inst.28, Dam.Pr.5
πολλὰ ἀσύμβατα ... εἰς ἕτερα hay muchas cosas discordantes respecto a otras Gal.5.540
neutr. plu. como adv. ἀσύμβατα μνησικακοῦντες guardando rencor en forma irreconciliable Ph.2.520.
2 que no llega a un acuerdo ἀσύμβατον ποιησάμενοι κοινολογίαν Plb.15.9.1
subst. τὸ ἀ. falta de acuerdo Th.l.c.
3 medic. τρῶμα ἀ. herida que no se cierra Aret.CA 2.2.9.
II adv. -ως sin acuerdo ἀσπόνδως καὶ ἀσυμβάτως ἔχοντες Ph.Fr.24, cf. Plu.Cic.46.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀσύμβατος και αττ. ἀξύμβατος, -ον) συμβαίνω
νεοελλ.
1. χαρακτηρισμός βιολογικού στοιχείου σε συσχετισμό προς ορισμένο οργανισμό, στον οποίο αν χορηγηθεί, οδηγεί σε ανεπιθύμητες αντιδράσεις
2. «ασύμβατες ευθείες» — στην ευκλείδεια γεωμετρία, οι ευθείες που δεν είναι παράλληλες και δεν τέμνονται
αρχ.
1. αυτός που δεν συμβιβάζεται ή που δεν μπορεί να συνυπάρξει με άλλον
2. εκείνος που δεν οδηγεί σε συμβιβασμό ή συμφωνία
3. (για τραύμα) που δύσκολα θεραπεύεται.

Greek Monotonic

ἀσύμβᾰτος: αρχ. Αττ. ἀ-ξύμβατος, -ον (συμβαίνω), αυτός που δεν έρχεται σε συμβιβασμό, σε Θουκ.· επίρρ., -τως ἔχειν, είμαι αδιάλλακτος, ασυμβίβαστος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσύμβᾰτος: староатт. ἀξύμβᾰτος 2 несговорчивый, непримиримый (ἀντίθεσις Plut.): ἀσύμβατον ποιεῖσθαι τὴν κοινολογίαν Polyb. не приходить ни к какому соглашению.

Middle Liddell

συμβαίνω
not coming to terms, Thuc.:—adv., -τως ἔχειν to be irreconcilable, Plut.