ἐννεάμηνος: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἐννά- Hp.<i>Oct</i>.7, 10<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que dura nueve meses]] χρόνος ref. un embarazo, Gal.2.149, λοχείη Nonn.<i>D</i>.5.196<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐ. [[criatura nacida al cabo de nueve meses de gestación]] τίκτουσι γυναῖκες ... ἐννεάμηνα Hdt.6.69, cf. Hp.ll.cc., Arist.<i>HA</i> 584<sup>a</sup>36, Aristid.Quint.118.12, Clem.Al.<i>Strom</i>.6.11.85, Procl.<i>in R</i>.2.35 (= Emp.B 69).<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ ἐ. [[período de nueve meses]], <i>PTeb</i>.873.12 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>gen. adverb. de tiempo ἐννεαμήνου [[durante nueve meses]], [[por un período de nueve meses]] σύμβολον ... δοθῆναι ἡμῖν ἐννεαμήνου <i>PZen.Col</i>.56.6 (III a.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de nueve meses]] τὴν Ἀλκμήνην ἔγκυον εἰδὼς ἐ. Tz.<i>H</i>.2.177. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:03, 20 July 2021
English (LSJ)
ον, A of or in nine months, τίκτειν Hdt.6.69, cf. Hp.Septim.8; χρόνος Gal.Nat.Fac.3.3; λόγος BGU977.13 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 847] neunmonatlich, Her. 6, 69 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννεάμηνος: -ον, ἐννέα μηνῶν, ἢ ἐντὸς ἐννέα μηνῶν, Ἡρόδ. 6. 69, Ἱππ. 257, 1 κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. ἐννεαμήνως, Τζέτζ. Ἱστ. 2. 177.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de neuf mois.
Étymologie: ἐννέα, μήν².
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἐννά- Hp.Oct.7, 10
I 1que dura nueve meses χρόνος ref. un embarazo, Gal.2.149, λοχείη Nonn.D.5.196
•subst. τὸ ἐ. criatura nacida al cabo de nueve meses de gestación τίκτουσι γυναῖκες ... ἐννεάμηνα Hdt.6.69, cf. Hp.ll.cc., Arist.HA 584a36, Aristid.Quint.118.12, Clem.Al.Strom.6.11.85, Procl.in R.2.35 (= Emp.B 69).
2 subst. ἡ ἐ. período de nueve meses, PTeb.873.12 (II a.C.)
•gen. adverb. de tiempo ἐννεαμήνου durante nueve meses, por un período de nueve meses σύμβολον ... δοθῆναι ἡμῖν ἐννεαμήνου PZen.Col.56.6 (III a.C.).
II adv. -ως de nueve meses τὴν Ἀλκμήνην ἔγκυον εἰδὼς ἐ. Tz.H.2.177.
Greek Monolingual
και εννιάμηνος, -η, -ο (Α ἐννεάμηνος, -ον)
(για χρόνο) αυτός που περιλαμβάνει εννέα μήνες
νεοελλ.
1. αυτός που διαρκεί εννέα μήνες («εννεάμηνη περιοδεία»)
2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εννεάμηνα ή εννιάμηνα
μνημόσυνο που γίνεται εννέα μήνες από τον θάνατο
αρχ.
(το ουδ. ως ουσ. κατά παράλειψη του έμβρυον) το εννεάμηνο(ν)
αυτός που γεννιέται τον ένατο μήνα («τίκτουσι γὰρ γυναῑκες και ἐννεάμηνα καὶ ἑπτάμηνα», Ηρόδ.).
επίρρ...
ἐννεαμήνως (Μ)
μέσα σε εννέα μήνες.
Greek Monotonic
ἐννεάμηνος: -ον (μήν), αυτός που είναι εννιά μηνών ή μέσα στη διάρκεια των εννιά μηνών, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐννεάμηνος: девятимесячный Her., Arst.
Middle Liddell
ἐννεά-μηνος, ον [μήν]
of or in nine months, Hdt.