ἑκατογκεφάλας: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἑκᾰτογκεφάλας) -α<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-φᾰ-]<br />[[de cien cabezas]]de Tifón, Pi.<i>O</i>.4.7, Ar.<i>Nu</i>.336.
|dgtxt=(ἑκᾰτογκεφάλας) -α<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-φᾰ-]<br />[[de cien cabezas]]de Tifón, Pi.<i>O</i>.4.7, Ar.<i>Nu</i>.336.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:05, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτογκεφάλας Medium diacritics: ἑκατογκεφάλας Low diacritics: εκατογκεφάλας Capitals: ΕΚΑΤΟΓΚΕΦΑΛΑΣ
Transliteration A: hekatonkephálas Transliteration B: hekatonkephalas Transliteration C: ekatogkefalas Beta Code: e(katogkefa/las

English (LSJ)

[φᾰ], α, οξ, A hundred-headed, Pi. O.4.8, Ar.Ra.473, Nu.336.

German (Pape)

[Seite 752] ὁ, = Folgdm; Τυφώς Pind. Ol. 4, 8; Ar. Nubb. 336.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτογκεφάλας: γεν. α, ὁ, ἑκατὸν ἔχων κεφαλάς, Πινδ. Ο. 4. 11· προσέτι ἑκατογκέφαλος, ον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 882, Ἀριστοφ. Βάτρ. 473.

French (Bailly abrégé)

α (ὁ) :
à cent têtes.
Étymologie: ἑκατόν, κεφαλή.

English (Slater)

ἑκᾰτογκεφᾰλας
   1 hundred-headed ἑκατογκεφάλα Τυφῶνος (O. 4.7) cf. Σ. Hom. Θ 368: Πίνδαρος μὲν οὖν ἑκατὸν ἔχειν αὐτὸν (= Κέρβερον) κεφαλάς φησιν fr. 249b.

Spanish (DGE)

(ἑκᾰτογκεφάλας) -α
• Prosodia: [-φᾰ-]
de cien cabezasde Tifón, Pi.O.4.7, Ar.Nu.336.

Greek Monotonic

ἑκᾰτογκεφάλας: γεν. -α, ὁ (κεφαλή), αυτός που έχει εκατό κεφάλια, σε Πίνδ.· ομοίως μεταγεν., ἑκατογ-κέφαλος, -ον, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατογκεφάλας: α adj. Pind., Arph. = ἑκατογκέφαλος.

Middle Liddell

κεφαλή
hundred-headed, Pind.: so ἑκατογ-κέφαλος, ον, Eur., Ar.